Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
«Γαρύφαλλο στ’αυτί και πονηριά στο μάτι, η τσέπη άδεια πάντοτε, μα η καρδιά γεμάτη…» στριφογυρίζουν στο μυαλό μου οι στίχοι σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, καθώς πηγαίνω να συναντήσω έναν άνθρωπο, τόσο ξεχωριστό, όπως και η τέχνη που εξασκεί. Η τέχνη της λατέρνας, σε μια εποχή που φαίνεται να την έχει ξεχάσει.
Αν τον είχε γνωρίσει ο Αλέκος Σακελλάριος, το 1955, όταν κυκλοφόρησε στο σινεμά η ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» με τη σφραγίδα της «Φίνος Φιλμ», σίγουρα θα τον είχε χρίσει πρωταγωνιστή, δίπλα στο Βασίλη Αυλωνίτη και το Μίμη Φωτόπουλο.
Ο κ.Σπύρος Ταραπόσος σεργιανίζει με τη λατέρνα του στους δρόμους της Αθήνας φορώντας το παλιό καπέλο με το γαρύφαλλο στο πλάι και με το χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη κατευθύνεται προς το πλακόστρωτο στον πεζόδρομο επί της οδού Ερμού. Εκεί, όπου κάθε μέρα, με ήλιο ή βροχή, στήνει το βασίλειό του έχοντας κατά νου τον πολύτιμο σκοπό του: να καταφέρει να θρέψει την οικογένειά του και να κάνει τον κόσμο να ξεχάσει τα προβλήματά του.
«Πάτα το κουμπί να αρχίσει να γράφει το μαραφέτι, και κάτσε να σου τα πω όλα!», μου λέει, όταν φτάνω στο στέκι του. Και φυσικά δεν χάνω την ευκαιρία να πατήσω το Rec στο μαγνητοφωνάκι, για να μην μου ξεφύγει ούτε λέξη από όσα θα μου πει. Έχει όρεξη να μιλήσει σήμερα και να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του, ακόμη κι αν κάποιες σελίδες της, τον πονούν.
«Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και μετά πήγαμε με τους γονείς μου στο χωριό, στην Αλεξάνδρεια του Νομού Ημαθίας, όταν ήμουν 8 ετών. Εκεί έμενε και ο παππούς μου, ο Σπύρος, που είχε δύο λατέρνες. Αυτή που έχω εγώ πάντα εδώ μαζί μου, και άλλη μία. Αυτήν εδώ την κατασκεύασε εκείνος γύρω στο 1942. Έχω πάρει το όνομα του παππού μου, του συχωρεμένου…», τονίζει με καμάρι και χωρίς να το καταλάβω, μεταφέρομαι κι εγώ νοερά στο τότε.
«Ως πιτσιρικάς που ήμουν, μου κίνησε το ενδιαφέρον η λατέρνα από το πρώτο λεπτό. Κάποια μέρα μου έκανε το χατίρι ο παππούς και με πήρε μαζί του σε ένα πανηγύρι. Μόλις φτάσαμε, με έβαλε να καθίσω σε μία καρέκλα, όση ώρα αυτός έπαιζε λατέρνα. Κάποια στιγμή, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό, κάπου πήγε εκεί γύρω και τότε άρχισα να γυρίζω τη μανιβέλα της λατέρνας εγώ, μόνος μου, και αυτή άρχισε να παίζει μουσική! Ήξερα πώς γίνεται, γιατί παρακολουθούσα τον παππού μου κάθε φορά πώς την γύριζε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πώς με χειροκρότησε εκείνη την ημέρα όλος ο κόσμος! Πόσο χαρούμενος ένιωσα!».
«Κύριε Σπύρο, σας είχε δώσει κάποια συμβουλή ο παππούς σας, που την τηρείτε μέχρι σήμερα;», ακούω τον εαυτό μου να τον ρωτάει. Τον βλέπω να στρέφει το βλέμμα στη λατέρνα και τα μάτια του βουρκώνουν. Απαντάει με φωνή τρεμάμενη, αλλά σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκει ξανά την αυτοκυριαρχία του.
«Είχα έναν πολύ καλό παππού. Μου έλεγε πάντα “Να την προσέχεις τη λατέρνα σαν τα μάτια σου”. Αυτή ήταν κιόλας η τελευταία κουβέντα που μου είπε πριν πεθάνει. Και όσο μπορώ, την προσέχω και βάζω τα δυνατά μου να την έχω πάντα όπως την είχε εκείνος. Νυφούλα. Γιατί εμείς έτσι λέμε το όργανο που μας συνοδεύει κάθε μέρα. Νυφούλα. Η λατέρνα είναι μια όμορφη και καλή νυφούλα, που θέλει συνέχεια και κάθε μέρα την προσοχή σου.
»Κάθε βράδυ, όταν γυρνάω στο σπίτι μετά από όλη την ημέρα που ήμουν μαζί της στο δρόμο, την φροντίζω, όσο μπορώ. Στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, με έχει ξελασπώσει η λατέρνα και με ηρεμεί πάντα πάρα πολύ».
Δεν ήταν όμως πάντα αποκλειστικά η λατέρνα αυτή που τον βοηθούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένεια του. Τα τέσσερα παιδιά του -τρεις κόρες κι έναν γιο- τη γυναίκα του, την κ.Ευδοξία, και πλέον και τα εγγόνια του. Κάποτε τα πράγματα ήταν αλλιώς, μέχρι που ξέσπασε στην Ελλάδα η οικονομική κρίση και μετά από αρκετά χρόνια η πανδημία του κορονοϊού.
«Έχω μείνει άνεργος από το 2001. Μέχρι τότε δούλευα οδηγός σε κάποιο συνεταιρισμό στη Βέροια και το δρομολόγιο Βέροια-Αθήνα είχε γίνει για εμένα συνήθεια, ένας… καφές, δρόμος. Κάθε πρωί, μέρα παρά μέρα, έπρεπε να είμαι στη λαχαναγορά του Ρέντη και θυμάμαι πόσο μου άρεσε να μιλάω με τον κόσμο, κάτι που κάνω μέχρι σήμερα. Τώρα όμως τα… χρονάκια μας τα έχουμε πια, δεν είναι το ίδιο» λέει, και αμέσως μετά το βλέμμα του σκοτεινιάζει απότομα.
«Μέσα σε ένα βράδυ ο συνεταιρισμός φαλίρισε. Από τότε δεν μπόρεσα να δουλέψω ξανά. Προσπάθησα πάρα πολύ, αλλά μάταια. Δεν βρήκα τίποτα. Έτσι, μετά από έναν μήνα σκέψης, αποφάσισα να βγω στους δρόμους με τη λατέρνα. Ήταν πολύ μεγάλη απόφαση, αλλά έπρεπε κάπως να συντηρήσω τα παιδιά μου. Αλλά και πέρυσι, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, όσο κράτησαν τα lockdown. Πήγαινα με τη λατέρνα στις λαϊκές, δεν γινόταν διαφορετικά, πώς αλλιώς να τα έβγαζα πέρα; Και αντί για λεφτά, μας έδιναν καμιά ντομάτα, καμιά πατάτα, μαζεύαμε ό,τι μπορούσαμε για να μπορώ να προσφέρω κάτι στην οικογένεια.
»Και τα τέσσερα παιδιά μου είναι περήφανα για εμένα και τα εγγόνια μου ξετρελαίνονται όταν βλέπουν τη λατέρνα! Ίσως θελήσει αργότερα να ασχοληθεί κάποιο με αυτήν, αλλά αυτό το ξέρει μόνο ο Θεός…
Σε μια προσπάθεια να αποφορτίσω την ατμόσφαιρα, του ζητάω να φέρει στη μνήμη ευχάριστες στιγμές με τη λατέρνα.
«Δεν κινδύνεψα ποτέ στο δρόμο με τη λατέρνα, δόξα τω Θεώ. Οι περισσότερες αναμνήσεις που έχω, είναι ευχάριστες. Μία από αυτές είναι, όταν πέρυσι το καλοκαίρι παίξαμε μαζί με τον Κωνσταντίνο Αργυρό σε συναυλία στο Κατράκειο Θέατρο, το τραγούδι του “Στην Αθήνα μου”. Στην εισαγωγή του τραγουδιού έπαιξα το σκοπό με τη λατέρνα μου! Αλλά έχω συμμετάσχει και σε θεατρικές παραστάσεις!
Και τώρα θα σου πω κι ένα μυστικό! Η λατέρνα έχει εμφανιστεί και στην τηλεοπτική σειρά «Άγριες Μέλισσες», στα πρώτα τέσσερα επεισόδια. Είχα δείξει σε έναν από τους ηθοποιούς πώς να την χειριστεί και πραγματικά την χειρίστηκε άψογα! Δεν χάνω κανένα επεισόδιο ακόμη και τώρα, γιατί πλέον γνωριζόμαστε με όλους τους ηθοποιούς! Η πρώτη μάλιστα που ενθουσιάστηκε τότε με τη λατέρνα, ήταν η κυρία Κάτια Δανδουλάκη, αλλά γενικά όλοι την λάτρεψαν!
»Με τη λατέρνα πηγαίνω και σε διάφορες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, σε όποιο νησί ή πόλη με καλέσουν. Έχω πάει και στη Σάμο σε γάμο, και στη Σαντορίνη και στην Αθήνα, σε διάφορες εκδηλώσεις, σε βαφτίσια και σε διάφορες εκπλήξεις. Στα μέσα Ιουνίου είχα πάει για δύο μέρες και σε μια εκδήλωση στο Ζάππειο. Αν με καλέσουν να παίξω και στο εξωτερικό, ακόμη κι εκεί θα πάω!».
Πώς αντιδρά ο κόσμος που τον βλέπει στο δρόμο, είναι η αμέσως επόμενη ερώτησή μου.
«Ιδίως οι Έλληνες του εξωτερικού, όταν με βλέπουν με τη λατέρνα, ξετρελαίνονται! Θέλουν να γυρίσουν κι εκείνοι τη μανιβέλα και να φωτογραφηθούν δίπλα της. Ειδικά οι Κύπριοι, δεν σου λέω τίποτα! Όποιο παιδί περάσει από εδώ, θέλει κι αυτό να γυρίσει τη μανιβέλα και όλοι είναι χαμογελαστοί. Πάντα πρέπει να είμαστε χαμογελαστοί, όσα προβλήματα κι αν έχουμε. Ειδικά οι καλλιτέχνες του δρόμου πρέπει πάντα να είμαστε χαμογελαστοί και να μεταφέρουμε στον κόσμο θετική ενέργεια. Αυτό προσπαθώ κι εγώ και εύχομαι να το πετυχαίνω. Αυτό βέβαια μόνο ο κόσμος μπορεί να μας το πει…».
Με ένα νεύμα μου φροντίζω να του δώσω να καταλάβει ότι το πετυχαίνει και με το παραπάνω! Εκείνη τη στιγμή, θυμάται το πιο έντονο περιστατικό, στα είκοσι χρόνια που βολτάρει στους δρόμους με τη «νυφούλα» του.
«Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου την έκανε πριν από δύο χρόνια, μία ηλικιωμένη κυρία που είχε έρθει από τον Καναδά. Κάθισε απέναντι από τη λατέρνα, έτσι ώστε να μπορεί να την παρατηρεί και άρχισε να δακρύζει. Βλέποντάς την μετά από λίγο, σταμάτησα να παίζω και τη ρώτησα γιατί έκλαιγε. “Θυμάμαι το γάμο μου, το 1946, όταν ήμουν ακόμη στην Ελλάδα και στο γλέντι είχε παίξει μουσική η λατέρνα! Πόσο είχαμε διασκεδάσει τότε όλοι μαζί” μου είπε. Της ήρθαν όλες εκείνες οι αναμνήσεις στο μυαλό και δάκρυσε…
«Ξέρεις τι είναι αυτό που με φοβίζει πραγματικά;» λέει και ταυτόχρονα σκουπίζει με την ανάστροφη του χεριού του, τον ιδρώτα από το μέτωπό του.
«Το πρώτο είναι το αν θα εξακολουθήσουμε να έχουμε ειρήνη με τους γείτονες και αυτό θα ήθελα να το ακούσουν και οι πολιτικοί και να προσέξει και η δική μας κυβέρνηση πώς θα το χειριστεί όλο αυτό. Και το δεύτερο είναι να μην ξαναγυρίσουμε πίσω στα μνημόνια και να είναι, όσο μπορούν, συγκρατημένοι αυτοί που είναι πάνω, στα σύνορα. Όσο μπορεί, να βοηθήσει η κυβέρνηση τον κόσμο, και εμάς, τους καλλιτέχνες του δρόμου, γιατί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα».
Θα μπορούσα να συζητάω μαζί του με τις ώρες, γιατί ξέρω ότι έχει να πει πολλά. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό τηλέφωνο που έχει στην τσέπη και βλέποντας την οθόνη, απαντάει κατευθείαν. Όσα λεπτά διαρκεί η συνομιλία, βλέπω την έκφραση του προσώπου του να μαλακώνει και το βλέμμα του να γλυκαίνει. Κλείνοντας, σπεύδει να μου εξομολογηθεί και κάτι ακόμη:
«Η γυναίκα μου, η Ευδοξία, είναι το στήριγμά μου και το δεξί μου χέρι. Μεγάλη υπόθεση η γυναίκα, γιατί μπορεί εμείς σαν άνδρες κάπου να ξεφεύγουμε (γέλια) αλλά εκείνη τη στιγμή παρεμβαίνει η γυναίκα και διορθώνει την κατάσταση! (πάλι γέλια). Αυτήν τη στιγμή μου λείπει, βρίσκεται στη Βέροια, γιατί είχαμε γεννητούρια! Γέννησε η νύφη μου αγοράκι!».
Με το άκουσμα μιας τέτοιας είδησης, τη δήλωση που προηγήθηκε και υπογραμμίζει μια μεγάλη αγάπη που διαρκεί στο χρόνο, και τα λεγόμενα του κ.Σπύρου αποθηκευμένα με την παραμικρή λεπτομέρεια στο σκληρό δίσκο του μαγνητοφώνου και του μυαλού, νιώθω ότι ήρθε η ώρα να τον αφήσω στις σκέψεις και στη μουσική του.
Εκεί, μαζί με τη λατέρνα του, στη σταθερή του θέση κατά μήκος της Ερμού. Ζει και περιφέρεται με αξιοπρέπεια δίπλα μας, δίνοντας καθημερινά τον αγώνα της επιβίωσης. Ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς που αποδεικνύουν ότι τους έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Γιατί χάρη σε τέτοιους ανθρώπους η ζωή «ντύνεται» καθημερινά με το χρώμα της ελπίδας…
Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.