Το φετινό καλοκαίρι ήταν το πρώτο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού κατά το οποίο μπορέσαμε να απολαύσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα λίγο πιο ανέμελα. Με την έναρξη του νέου αυτού κεφαλαίου στον εγχώριο τουρισμό, το πλέον «φλέγον» θέμα που παραμένει σταθερά στην επικαιρότητα, είναι το πώς θα μπορέσει να ορθοποδήσει ο πολύπαθος αυτός κλάδος και να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Ο πρώην Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) και Πολιτικός Μηχανικός, Κώστας Κατσιγιάννης, αναλύει το πώς έχει διαμορφωθεί η τωρινή εικόνα του τουρισμού, τους τρόπους με τους οποίους είναι εφικτή η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, τις πιθανότητες εξυγίανσης της οικονομίας με τα έργα ανάπλασης στο Ελληνικό και το πόσο διαχρονικά σημαντικό είναι «να φεύγει ο κάθε τουρίστας ευχαριστημένος από τη διαμονή του».
Παράλληλα, κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο, μιλώντας για σημαντικούς σταθμούς της θητείας του, συγκρίνοντας το τότε με το σήμερα…
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Η θητεία σας στον Ε.Ο.Τ. ξεκίνησε το 1970 και διήρκεσε μέχρι το 2005. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ο Οργανισμός πέρασε από διάφορα στάδια. Πώς τα βιώσατε μέσα από τη θέση που κατείχατε και ως Γενικός Διευθυντής;
Τα πρώτα 20 από τα 35 χρόνια της συνολικής θητείας μου στον Ε.Ο.Τ., ήτοι από 1970-1990, υπηρέτησα στην τεχνική διεύθυνση ως πολιτικός μηχανικός από διάφορες θέσεις ευθύνης. Ήταν η περίοδος των μεγάλων τεχνικών έργων, αφού υπήρχε στον Οργανισμό έντονη δραστηριότητα. Ενδεικτικά αναφέρω τα προγράμματα μαρίνων και καταφυγίων τουριστικών σκαφών, μετατροπής παραδοσιακών κτισμάτων σε ξενώνες, έργα σε ιαματικές πηγές, αναδείξεις σπηλαίων κ.ά.
Κατά την 11ετή θητεία μου ως Γενικός Διευθυντής Τουριστικής Ανάπτυξης έζησα διαδοχικά την περίοδο ακμής αλλά και τη σταδιακή αποδυνάμωση του Ε.Ο.Τ. κάτω από διάφορες πολιτικές ηγεσίες. Ειδικά από τη Γενική Διεύθυνση Τουριστικής Ανάπτυξης αφαιρέθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια όλες οι αρμοδιότητες (τουριστική πολιτική, προγράμματα έργων, ιδιωτικές επενδύσεις, εποπτεία όλων των τουριστικών εγκαταστάσεων, περιουσία του Οργανισμού κ.ά.).
Πώς αξιολογείτε την τουριστική ανάπτυξη και τη λειτουργία του συνολικού μηχανισμού του κλάδου στην Ελλάδα, μέχρι το 1995 και μετά το 2000;
Μέχρι το 1995 ο Ε.Ο.Τ. διατηρούσε όλες τις αρμοδιότητες και είχε γενικά την εποπτεία του τουριστικού τομέα. Όταν επανιδρύθηκε ο Οργανισμός το 1951 στη χώρα μας είχαν καταγραφεί λίγες χιλιάδες αφίξεις τουριστών. Μετά από 44 χρόνια φθάσαμε τα 11 εκατομμύρια, γεγονός που δεν έγινε τυχαία αλλά οφείλεται στην εφαρμογή μιας τουριστικής πολιτικής με άξονες τη διαφήμιση και την εκτέλεση έργων τουριστικής υποδομής που ανέδειξαν εκτός των άλλων και μια σειρά από προορισμούς ιδίως στο νησιωτικό χώρο.
Μετά το 2000 είχαμε το σημαντικό γεγονός της οργάνωσης των Ο.Α., όπου ο Ε.Ο.Τ., έστω και με μειωμένες αρμοδιότητες, συνέβαλε ουσιαστικά στην επιτυχία του όλου εγχειρήματος. Μεταξύ 2010-2019 παρατηρήθηκε στη χώρα μας θεαματική αύξηση των ετήσιων αφίξεων που έφεραν την Ελλάδα ανάμεσα στις 20 πιο τουριστικές χώρες του κόσμου.
Για ποια έργα που υλοποιήθηκαν στην ελληνική επικράτεια και με τη δική σας συμβολή κατά τη διάρκεια της θητείας σας, νιώθετε ιδιαίτερα περήφανος;
Είναι πάρα πολλά τα τεχνικά έργα (αρκετές εκατοντάδες), τα οποία οφείλονται στην ομαδική δουλειά του συνόλου των τεχνικών του Ε.Ο.Τ. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια, όμως θα πρέπει να αναφέρω το πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων ελλιμενισμού (μαρίνων), που ξεκίνησε το 1982, τα έργα βελτίωσης και ανακαίνισης εγκαταστάσεων σε διάφορες ιαματικές πηγές της χώρας και πολλά άλλα.
Τι θεωρείτε ότι λείπει ή θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει διαφορετική διαχείριση στον τρόπο που προωθείται πια ο τουρισμός στη χώρα μας;
Εκείνο που λείπει, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα μακροχρόνιος σχεδιασμός (για παράδειγμα μέχρι το 2030), που διαθέτουν αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων η Κύπρος και η Τουρκία. Αυτό θα αποτελούσε έναν οδηγό για τον τρόπο τουριστικής ανάπτυξης, πιο ειδικά ορισμένων νησιωτικών προορισμών, που έχουν πλέον υπερβεί τα όρια κορεσμού, γεγονός που μελλοντικά μπορεί να βλάψει τον ελληνικό τουρισμό.
Αναφορικά με τα έργα ανάπλασης στο Ελληνικό, θεωρείτε ότι θα υπάρξει ουσιαστική εξυγίανση της οικονομίας, με την τοποθέτηση της Ελλάδας στον διεθνή επενδυτικό χάρτη;
Οπωσδήποτε η ανάδειξη του παραλιακού μετώπου αποτελεί θετικό στοιχείο για τον αθηναϊκό τουρισμό. Όσο για τα έργα στο Ελληνικό θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε το αποτέλεσμα, όσον αφορά την οικονομία και το περιβάλλον.
Σε τι χρειάζεται να εστιάσουν περισσότερο οι αρμόδιοι, για να ορθοποδήσει ο τουρισμός μετά την πανδημία;
Απαιτείται να υπάρξει ένας σχεδιασμός σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο με αιχμή του δόρατος τον πολιτισμό, που αποτελεί μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδος. Επίσης, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα κύρια προβλήματα του ελληνικού τουρισμού που είναι, μεταξύ άλλων, η υπερσυγκέντρωση στο χώρο και στο χρόνο των τουριστικών δραστηριοτήτων.
Σε παλαιότερη συμμετοχή σας σε σύσκεψη της ΕΕ είχατε δηλώσει ότι «είναι πολύ σημαντικό να φεύγει ο κάθε τουρίστας ευχαριστημένος από τη διαμονή του». Σε τι βαθμό πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό σήμερα, τόσο σε εγχώριο, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο;
Είναι γεγονός ότι η καλύτερη διαφήμιση είναι αυτή που γίνεται από τον ικανοποιημένο τουρίστα, όταν επιστρέφει στη χώρα του. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες. Επομένως, βελτιώνοντας τις υπηρεσίες που προσφέρονται στους επισκέπτες, δημιουργούμε χωρίς δαπάνη τους καλύτερους διαφημιστές στο εξωτερικό. Δυστυχώς η ολοένα αυξανόμενη τουριστική κίνηση σε ορισμένους, νησιωτικούς κατά κανόνα, προορισμούς επιφέρει μοιραία χειρότερες υπηρεσίες, γεγονός που ίσως μας στοιχίσει μελλοντικά.
Έχετε επίσης εκπροσωπήσει τον Ε.Ο.Τ. και στον Ελληνοτουρκικό Διάλογο για τον Τουρισμό. Πόσο εφικτή είναι σήμερα η δυνατότητα μια τέτοιας συνεργασίας δεδομένων των επικρατουσών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών;
Θεωρώ ότι με τις γειτονικές μας χώρες και ιδιαίτερα με την Τουρκία πρέπει να υπάρχει στον τουρισμό συνεργασία και όχι ανταγωνισμός. Και τούτο προς όφελος και των δύο μερών. Η ευχή όλων είναι πιστεύω να βελτιωθούν οι διμερείς σχέσεις με την Τουρκία, γεγονός που θα επιφέρει αμοιβαία ακόμα πιο μεγάλη αύξηση της τουριστικής κίνησης. Παράλληλα μπορεί να αναπτυχθούν κοινά προγράμματα για τουρίστες τρίτων χωρών, ώστε να επισκεφθούν με ένα ταξίδι και τις δύο χώρες.
Στο παρελθόν, μονάδες θαλάσσιου τουρισμού, όπως π.χ. οι μαρίνες στο Βόρειο Αιγαίο, προσέλκυαν Τούρκους, Άραβες και Ευρωπαίους επενδυτές, που «χτυπούσαν» τις αντίστοιχες εγχώριες υποδομές. Τι συμβαίνει σήμερα;
Ο θαλάσσιος τουρισμός παραμένει για τη χώρα μας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Έτσι, το δίκτυο μαρίνων που δημιούργησε ο Ε.Ο.Τ. κατά την περίοδο 1980-1995, όσον αφορά τις βασικές υποδομές των τουριστικών λιμένων και που έχει αναλάβει να λειτουργήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, αποτελεί στοιχείο σημαντικό για τον ελληνικό τουρισμό.
Υπάρχουν επενδυτές από το εξωτερικό που έχουν ήδη αναλάβει την εκμετάλλευση εγκαταστάσεων ελλιμενισμού τουριστικών σκαφών. Γνωρίζω δε, ότι παραμένει έντονο το ενδιαφέρον και για μελλοντικές συνεργασίες.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα ήσασταν συντονιστής της Επιτροπής Ε.Ο.Τ. για το πρόγραμμα φιλοξενίας. Κάνοντας σήμερα έναν απολογισμό, ποια είναι η γενικότερη αίσθηση σας για την έκβασή του;
Γενικά πιστεύω ότι υπήρξε επιτυχής έκβαση στο πρόγραμμα φιλοξενίας για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Σε αυτό βοήθησαν σε σημαντικό βαθμό οι ξενοδόχοι της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων, που προχώρησαν σε ανακαινίσεις και βελτιώσεις, εκμεταλλευόμενοι τα κίνητρα της πολιτείας (σχετικές επιδοτήσεις).
Επίσης, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός των επιθεωρήσεων που διενεργήθηκαν μεταξύ 2001-2004 σε όλα τα ξενοδοχεία της Αττικής από δεκάδες υπαλλήλους του Ε.Ο.Τ. Η επιτυχία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπήρξαν ελάχιστα παράπονα, αμελητέα σε αριθμό, από τους επισκέπτες μας.
Ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος τρόπος, έτσι ώστε να αξιοποιηθούν τα Ολυμπιακά Ακίνητα, που φαίνεται πως έχουν περιέλθει σε μαρασμό;
Ίσως δεν υπήρξε αρχικά σωστός προγραμματισμός και πρόβλεψη για τη μελλοντική χρήση των ακινήτων. Ειδικά το Ο.Α.Κ.Α. με κατάλληλες βελτιώσεις μπορεί να αποτελέσει αξιοθέατο για τους επισκέπτες της Αθήνας, όπως έχει ήδη συμβεί με το Παναθηναϊκό στάδιο.
Είστε μέλος του Δ.Σ. του «ICOMOS» για την προστασία των μνημείων. Μιλήστε μας και γι’αυτήν την ενασχόλησή σας.
Το «ICOMOS» αποτελεί τον τεχνικό σύμβουλο της «Unesco» για τα μνημεία και τις ιστορικές τοποθεσίες. Από την άποψη αυτή ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τη διατήρηση των μνημείων και την αποφυγή επεμβάσεων που μπορεί να είναι σε βάρος της αυθεντικότητάς των.
Σε δύο παρεμβάσεις που έγιναν σε μνημεία ενταγμένα στον κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς της «Unesco» (εκτεταμένες τσιμεντοστρώσεις στην Ακρόπολη των Αθηνών και επεμβάσεις σε σταθμό του μετρό της Θεσσαλονίκης) το ελληνικό «ICOMOS» έχει εκφράσει την αντίθεσή του, ενημερώνοντας ταυτόχρονα και το διεθνές «ICOMOS».
Σημαντική έχει υπάρξει η συμβολή σας και στη δημιουργία των αφισών του Ε.Ο.Τ. για την προώθηση της Ελλάδας στο εξωτερικό. Πώς βλέπετε τις αντίστοιχες που δημιουργούνται σήμερα;
Οι αφίσες αποτέλεσαν από το ξεκίνημα του Ε.Ο.Τ. βασικό στοιχείο προβολής της χώρας μας, με συνέπεια να έχουν εκδοθεί εκατοντάδες μέσα σε 50 χρόνια. Οι αφισοκολλήσεις που γίνονταν κατά τους χειμερινούς μήνες σε μεγάλες πρωτεύουσες, είχαν επίσης μεγάλη απήχηση. Σήμερα υπάρχει βέβαια μεγάλη διαφοροποίηση στους τρόπους διαφήμισης, αφού κυριαρχεί πλέον η σύγχρονη τεχνολογία. Παρά ταύτα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να χρησιμοποιηθεί και η αφίσα, υπό άλλη βέβαια μορφή και σε συνδυασμό με άλλα μέσα προβολής.
Υπό την εποπτεία σας έχουν υπάρξει στο παρελθόν και σημαντικές ξενοδοχειακές μονάδες στην Ελλάδα. Ποια εξ αυτών θυμάστε ιδιαίτερα μέχρι σήμερα;
Ο Ε.Ο.Τ. είχε επί σειρά ετών την αρμοδιότητα εποπτείας όλων των ξενοδοχείων της χώρας (αδειοδότηση, επιθεωρήσεις κλπ.). Σημαντική υπήρξε η συμβολή των ξενοδοχείων που δημιούργησε ο Ε.Ο.Τ. (τα γνωστά «Ξενία») στην τουριστική ανάπτυξη, αφού κατασκευάστηκαν σε μια περίοδο (1955-1965), όπου η χώρα μας είχε ανάγκη από νέες κλίνες και μάλιστα ποιοτικές, όπως ήταν εκείνες των «Ξενία». Επίσης τα «Ξενία» αποτέλεσαν υπόδειγμα για τους ιδιώτες μηχανικούς, μελετητές ιδιωτικών μονάδων.
Παράλληλα με τη δράση σας στον τομέα του τουρισμού, έχετε επίσης κυκλοφορήσει βιβλία και για τον αθλητισμό. Μπορείτε να αναφέρετε επιπλέον λεπτομέρειες;
Έχω συγγράψει μέχρι σήμερα δύο αθλητικά βιβλία. Το πρώτο που κυκλοφόρησε του 2006, μετά από προεργασία πολλών δεκαετιών, με τίτλο «Τα αστέρια του κλασσικού αθλητισμού» περιλαμβάνει περί τις 1.100 βιογραφίες αθλητών και αθλητριών Στίβου από όλο τον κόσμο, που επιλέχθηκαν μετά από αξιολόγηση.
Το δεύτερο είναι σχετικά πρόσφατο, αφού εκδόθηκε το 2019 (εκδόσεις «Άγκυρα») και έχει γραφεί από κοινού με τον αείμνηστο Πέτρο Λινάρδο, δημοσιογράφο και ιστορικό του αθλητισμού. Έχει τίτλο «Κωστής Τσικλητήρας, από την Πύλο του Νέστορα στην κορυφή του κόσμου» και αποτελεί βιογραφία του Έλληνα πρωταθλητή Στίβου των αρχών του 20ού αιώνα, που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο αγώνισμα του άλματος εις μήκος άνευ φοράς στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη.
Σε τι ποσοστό ενδείκνυται να υπάρξει συνεργασία μεταξύ δημοσίου τομέα και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προκειμένου να καταφέρει ο εγχώριος τουρισμός να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος;
Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή και διαρκής συνεργασία Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα. Δεν μπορεί να υπάρξουν ποσοστά, αφού οι ρόλοι είναι διακριτοί. Γενικά η τουριστική δραστηριότητα αποτελεί πεδίο δράσεως για τους ιδιώτες, ενώ το Δημόσιο πρέπει να ασκεί εποπτεία, ήτοι να νομοθετεί και να θέτει τους κανόνες για την ανάπτυξη. Ο Ε.Ο.Τ., ο οποίος επί 40 χρόνια ήταν η μόνη δημόσια υπηρεσία του τουρισμού, άσκησε την εποπτεία του τομέα, αλλά, ιδίως τα παλιότερα χρόνια πήρε και εκτεταμένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες (όπως κατασκευή και λειτουργία τουριστικών εγκαταστάσεων).
Όμως αυτό το γεγονός ξεκίνησε σε μια εποχή όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία δίσταζε να προχωρήσει σε επενδύσεις, ακόμα και μικρής κλίμακας. Έτσι προέκυψε η περιουσία του Ε.Ο.Τ. με δεκάδες ακίνητα αξιοποιημένα ή μη. Από το 1998 ολόκληρη η περιουσία έχει μεταβιβαστεί αρχικά στην Ε.Τ.Α. και στη συνέχεια στο ΤΑΙΠΕΔ με σκοπό την ιδιωτικοποίηση.
*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Κώστα Κατσιγιάννη
Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.