Pauline Lee: Μια Κορεάτισσα στην Ελλάδα-Τα σχολικά χρόνια, ο ρατσισμός και η μεγάλη ανατροπή

Κάποιες φορές χρειάζεται χρόνος μέχρι να φανούν τα αυθεντικά «υλικά» από τα οποία είναι πλασμένος ένας άνθρωπος, ένας πολιτισμός και μια ολόκληρη χώρα. Μια χώρα όπως η Ελλάδα, που έχει στο DNA της μια λέξη, ιερή. Τη λέξη: φιλοξενία.

Η Pauline Lee, μια νεαρή γυναίκα από την Κορέα, πέρασε από πολλά στάδια μέχρι να καταφέρει να νιώσει όντως έτσι. Φιλόξενα, σε έναν ξένο τόπο, που πλέον θεωρεί το δεύτερο σπίτι της. Την Αθήνα. Την πόλη, στην οποία πριν από αρκετά χρόνια, ήρθε με την οικογένειά της, για να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή, όταν η μητέρα της πήρε μετάθεση στην πρεσβεία της Κορέας.

Πώς ήταν τα σχολικά της χρόνια ως η μοναδική Ασιάτισσα στο «15ο Δημοτικό Σχολείο Ζωγράφου»; Πώς διαχειριζόταν στην τρυφερή εκείνη ηλικία, τους χλευασμούς που δεχόταν από τους συμμαθητές της λόγω της διαφορετικής εξωτερικής της εικόνας; Με ποιον τρόπο κατάφερε παρ’όλ’αυτά να κάνει τη μεγάλη ανατροπή και να εκλεγεί αργότερα πρόεδρος της τάξης και μέλος του 15μελούς;

«Ειδικά στο Γυμνάσιο βρήκα για πρώτη φορά πραγματικούς φίλους, οι οποίοι με έκαναν πολλές φορές να ξεχνάω ότι είμαι ξένη και διαφορετική» αναφέρει, καθώς αφηγείται την ιστορία της. Ένα από τα όνειρά της είναι το να γίνει «μια ανάσα στην δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων» και «ένα σύμβολο της ένωσης Κορέας και Ελλάδας». Και παρά το -για πολλούς, ίσως- απίθανο του πράγματος, εκείνη τα καταφέρνει. Με έναν δικό της μοναδικό τρόπο, τα καταφέρνει. Και συνεχίζει. Ακάθεκτη!

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Πώς βρεθήκατε στην Ελλάδα και γιατί επιλέξατε την Αθήνα για να γίνει ο μόνιμος τόπος διαμονής σας;

Βρεθήκαμε στην Ελλάδα λόγω της πρόσληψης της μητέρας μου στην πρεσβεία της Κορέας, η οποία όμως είχε παντρευτεί ήδη με τον πατέρα μου, οπότε η μετανάστευσή μας εδώ έγινε αυτόματα. Οι γονείς μου αγάπησαν την χώρα και αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε αυτήν και μετά το τέλος της καριέρας της μητέρας μου από την πρεσβεία.

Από ποια μέρη της Κορέας κατάγονται οι γονείς σας; Επισκέπτεστε συχνά τη δεύτερη πατρίδα σας, εκεί;

Η μητέρα μου είναι από την Σεούλ, την πρωτεύουσα, και ο πατέρας μου είναι από το 군산 (Gunsan). Πηγαίνω στην Κορέα όσο συχνά μπορώ, τυχαίνει να είναι μια φορά περίπου κάθε τρία χρόνια.

Τι λένε οι συγγενείς σας, στην Κορέα, για την απόφαση της οικογένειάς σας να μείνετε στην Ελλάδα; Εκείνοι σας επισκέπτονται εδώ;

Σίγουρα υπήρξε μεγάλη στεναχώρια όταν μετανάστευσαν οι γονείς μου στην Ελλάδα, σε μια τόσο μακρινή χώρα και σε μια περιοχή που δεν είχαν και πολύ ιδέα πού βρίσκεται και πώς είναι τα πράγματα. Γι’αυτό και όταν εγκαταστάθηκαν εδώ, έκαναν το βήμα να έρθουν και οι δύο παππούδες και γιαγιάδες μου στην Ελλάδα και να δουν σε τι συνθήκες ζούσαν οι γονείς μου.

Η άλλη στεναχώρια τους ήταν ότι δεν γνώρισαν σε βάθος τα πρώτα εγγόνια τους και που δεν είχαμε την ευκαιρία να φτιάξουμε μαζί ευχάριστες αναμνήσεις από τότε που ήμασταν μικρά. Παρ’όλ’αυτά ποτέ δεν νιώθαμε πολύ άβολα αλλά αντίθετα περνάγαμε ευχάριστα κάθε φορά που τους βλέπαμε.

Με τι ασχολείστε επαγγελματικά αυτήν τη στιγμή;

Είμαι ιδιωτική υπάλληλος σε πολυεθνική εταιρεία και παράλληλα ασχολούμαι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου παρουσιάζω στον κόσμο διάφορα θέματα κουλτούρας της Κορέας, φαγητά και συνταγές, αλλά και πολλά άλλα!

Πόσα αδέλφια έχετε και με τι ασχολούνται αντίστοιχα κι εκείνα;

Έχω μια μεγάλη αδελφή και έναν μεγάλο αδελφό, με τους οποίους έχω τρία χρόνια και έναν χρόνο διαφορά αντίστοιχα. Η αδερφή μου διδάσκει τα Κορεάτικα στους Έλληνες μαθητές και ο αδερφός μου κάνει το διδακτορικό του στην Σκωτία.

Ο πατέρας σας απέκτησε πρόσφατα πτυχίο στη Θεολογία φοιτώντας στην Ελλάδα. Πώς το πήρε απόφαση και πώς ήταν για εκείνον αυτή η εμπειρία;

Ο πατέρας μου πήρε το πτυχίο Θεολογίας στο Βιβλικό Κολλέγιο στο Πικέρμι («Greek Bible College») και γι’ αυτόν ήταν σίγουρα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, διότι έπρεπε να παρακολουθήσει τα μαθήματα στα Ελληνικά και στα Αγγλικά και παράλληλα να μάθει τα Εβραϊκά.

Ωστόσο, κατάφερε με σύνεση να πηγαίνει κάθε μέρα στα μαθήματα και να κερδίσει και την εκτίμηση των συμμαθητών του ανάμεσα στους 18χρονους και 20χρονους, αλλά και να τελειώσει την σχολή στα τρία χρόνια! Την απόφαση την πήρε όταν άκουσε από έναν φίλο του για την σχολή -ήταν το όνειρό του από μικρός να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή.

Παρ’όλο που οι γονείς του ήταν άθεοι, ο πατέρας μου είχε νιώσει να ελκύεται από την τοπική εκκλησία που υπήρχε στην γειτονιά του απ’όταν ήταν περίπου έξι χρόνων. Βέβαια τότε καλούσαν τα παιδιά στην εκκλησία με σοκολάτες και τους μιλούσαν για το Ευαγγέλιο αλλά για εκείνον ήταν κάτι που του μίλησε απευθείας στην καρδιά. Πήρε την απόφαση όταν ήταν να δώσει τις κατατακτήριες εξετάσεις για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά ο πατέρας του, έχοντας μεγάλες προσδοκίες από τον πατέρα μου που ήταν αριστούχος μαθητής, του το απαγόρεψε και τον ανάγκασε να σπουδάσει Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Κατάφερε από το Gunsan να περάσει σε πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας και με την ευκαιρία ξεκίνησε να πηγαίνει εντατικά σε μια εκκλησία που τον κάλεσε ένας φίλος του. Εκεί γνώρισε και την μητέρα μου και παντρεύτηκαν.

Στην Ελλάδα αφοσιώθηκε πλήρως στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, που του πήρε πολλά χρόνια, και στην ανατροφή μας, κάτι που επίσης δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έπειτα, όταν μεγάλωσε όλα του τα παιδιά, άφησε τον εαυτό του να ακολουθήσει αυτό που ήθελε να κάνει από μικρός. Ακόμα θυμάμαι πόση πλάκα είχε,  όταν συνειδητοποίησα, ότι εγώ πήγαινα στο γραφείο να δουλέψω και ο πατέρας μου στη σχολή, και μια μέρα τον άκουσα να ζητάει την άδεια της μητέρας μου για να πάνε εκδρομή με την σχολή του -είχαν αλλάξει οι ρόλοι μας!

Πάντως ως κόρη του, γνωρίζοντας όλη την ιστορία του, βλέποντας το χαμόγελό του ανάμεσα στους νέους συμμαθητές του και βλέποντας στα χέρια του το πτυχίο που τόσο ήθελε, δεν μπόρεσα να κρύψω την συγκίνηση και την μεγάλη υπερηφάνεια που ένιωσα για εκείνον.

Ποια είναι η αγαπημένη σας κορεάτικη συνταγή και ποιο το αγαπημένο σας ελληνικό φαγητό;

Εμένα η αγαπημένη μου συνταγή είναι το «τόκποκι» («tteokbokki»), ενώ το αγαπημένο ελληνικό φαγητό το σουβλάκι.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τα σχολικά σας χρόνια στην Ελλάδα; Πώς ήταν οι σχέσεις σας με τους συμμαθητές σας; Αντιμετωπίσατε κάποια περιστατικά ρατσισμού;

Τα σχολικά χρόνια μου σίγουρα δεν ήταν και τα πιο εύκολα. Δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου Ασιάτες στα σχολεία, αλλά ακόμα ούτε και σε καμία γειτονιά εδώ γύρω. Για πολλούς Έλληνες ήμασταν οι πρώτοι Ασιάτες που είχαν γνωρίσει. Γι’αυτό και τα πρώτα σχολικά χρόνια, στο «15ο Δημοτικό Σχολείο Ζωγράφου», λόγω της ανωριμότητας, άγνοιας και αφιλτράριστων σχολιασμών των συμμαθητών μου, ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ, όταν από ένα πολύ χαρούμενο παιδί που περνούσε με αυτοπεποίθηση και χαρά στο Κορεάτικο σχολείο, πλέον το σχολείο ήταν ένας χώρος όπου είχα καταντήσει να αισθάνομαι εκτεθειμένη, να νιώθω άβολα και να φοβάμαι κάθε επαφή με τους συμμαθητές μου για τους πιθανούς σχολιασμούς που σίγουρα θα με πλήγωναν.

Η απόδοσή μου, που στην Κορέα ήταν εξαιρετικά καλή, ξαφνικά έπεσε σε πολύ χαμηλό σημείο λόγω του ότι δεν μπορούσα να κατανοήσω τίποτα. Υπήρχαν πολλοί άσχημοι σχολιασμοί, μας χαρακτήριζαν ως «Κινέζους», κάτι που για τους Κορεάτες είναι προσβλητικό λόγω των ιστορικών γεγονότων. Υπήρχαν και στιγμές που μας μιλάγανε κοροϊδευτικά και έκαναν κινήσεις ότι τάχα «σκίζουν» τα μάτια τους. Μας τραγουδούσαν κάποια παιδικά τραγούδια που ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς και γιατί υπάρχουν, όπως το «Κόνος» από τα ζουζουνάκια ή το «είσαι Κινεζάκι».

Σε αυτή την δύσκολη συνθήκη αυτό που με στεναχωρούσε, είναι ότι δεν ένιωσα μεγάλη προστασία ή υποστήριξη από τους δασκάλους, που ίσως και οι ίδιοι δεν γνώριζαν αρκετά για να με βοηθήσουν, αλλά δεν προσπάθησαν να με προστατέψουν από τους χλευασμούς των παιδιών.

Παρ’όλ’αυτά η ένταξή μου στο «4ο Γυμνάσιο Ζωγράφου» και «4ο Λύκειο Ζωγράφου» υπήρξε καλύτερη, μιας και τα παιδιά, έχοντας ωριμάσει περισσότερο, δεν με ενοχλούσαν πλέον τόσο, όσο στο Δημοτικό. Ειδικά στο Γυμνάσιο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μια φίλη, τώρα κολλητή και πνευματική αδερφή, που με δέχτηκε και με αγκάλιασε για αυτό που ήμουν. Βρήκα για πρώτη φορά πραγματικούς φίλους, οι οποίοι με έκαναν πολλές φορές να ξεχνάω ότι είμαι ξένη και διαφορετική. Δεν σχολίασαν ποτέ την εθνικότητά ή την εμφάνισή μου αλλά μιλούσαμε και περνάγαμε ευχάριστα, σαν απλοί έφηβοι.

Είχα και εξαιρετικούς καθηγητές, ειδικά τον διευθυντή κ.Αντωνάρα, που τον εκτιμάω ακόμα και σήμερα, γιατί μέσα στο διχασμό της κρίσης ταυτότητάς μου, με έκανε να νιώσω αυτοπεποίθηση για τα πιστεύω μου και την ταυτότητά μου ως Κορεάτισσα. Εκτιμούσε την άποψη και την κρίση μου και με ενθάρρυνε να δρω για αυτό που θεωρούσα σωστό, σε αντίθεση με άλλους καθηγητές που έκριναν τον τρόπο σκέψης μου ως «Ανατολίτικο και μη προοδευτικό».

Εκτιμήθηκα πιστεύω και από τους συμμαθητές μου, οι οποίοι με ψήφισαν πρόεδρο στο τμήμα και μέλος του 15μελούς, κάτι που με έκανε να ξεπεράσω όλες τις στεναχώριες της παιδικής μου ηλικίας.

Τι είναι αυτό που σας δυσκολεύει μέχρι σήμερα στη ζωή σας, στην Ελλάδα και θα θέλατε να αλλάξει;

Πριν μιλήσω γι’αυτό, θέλω πολύ να πω ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Ως άτομο που έχω ζήσει μαζί με δυο τελείως διαφορετικές νοοτροπίες, μπορώ να πω ότι πλέον η Ελλάδα είναι πολύ πιο βελτιωμένη και παγκοσμιοποιημένη σε σχέση με την χώρα που έζησα, όταν ήμουν μικρή.

Λόγω της Κορεάτικης νοοτροπίας, πάντα αυτό που μας δυσκόλευε, ήταν η ταχύτητα που γινόντουσαν οι εξυπηρετήσεις και οι δουλειές, γιατί τη νιώθαμε πολύ πιο αργή από αυτό που είχαμε συνηθίσει στην Κορέα. Ίσως η έλλειψη επαγγελματισμού και της λεπτομέρειας να είναι και κάτι που διαφέρει με εμάς και τέλος η δυσκολία προσαρμογής των Ελλήνων στις αλλαγές είναι κάτι που δεν μπορούμε ακόμα να συνηθίσουμε.

Μιλήστε μας για κάποια πρωτότυπα έθιμα από την Κορέα. Ποια ξεχωρίζετε;

Ένα ενδιαφέρον έθιμο της Κορέας είναι ότι γιορτάζουμε περισσότερο την Κορεάτικη Πρωτοχρονιά από την παγκόσμια Πρωτοχρονιά. Την ονομάζουμε 설날 («Korean New Year») και είναι η Πρωτοχρονιά με βάση το σεληνιακό ημερολόγιο. Είναι η μέρα που μαζευόμαστε όλη η οικογένεια, γυρνάμε στα πατρικά σπίτια και τρώμε όλοι μαζί. Φοράμε τις παραδοσιακές στολές και προσκυνάμε (절 – jeol) οι μικρότεροι τους μεγαλύτερους, ανά οικογένειες, με ηλικιακή σειρά, ευχόμενοι να ζήσουν πολλά χρόνια με πολλές ευλογίες. Ως αντάλλαγμα αυτοί που δέχτηκαν αυτή την ευχή τούς δίνουν χρήματα. Γι’αυτό ο πιο τυχερός εκείνη την μέρα είναι ο μικρότερος, γιατί μπορεί να προσκυνήσει και να πάρει χρήματα από όλους!

Εκείνη την μέρα τρώμε όλοι μαζί το 떡국 («ddeok guk») και λέμε ότι όταν φάμε ένα πιάτο «τρώμε» μια ηλικία -με την έννοια ότι μεγαλώσαμε ένα χρόνο. Τέλος, παίζουμε όλοι μαζί ένα παραδοσιακό επιτραπέζιο παιχνίδι που ονομάζεται 윷놀이 («yut nori») ένα παιχνίδι στρατηγικής, που σκοπός είναι να πάρεις τα 4 πιόνια και να κάνεις ένα γύρο σε όλο το χαρτί και να βγεις πρώτος. Χωριζόμαστε σε 2 ομάδες και πετώντας 4 ξυλάκια (που έχουν το ρόλο των ζαριών) η ομάδα αποφασίζει πώς θα διαχειριστούν τα πιόνια -αν θα προχωρήσει το πρώτο πιόνι πιο μπροστά ή αν θα προσθέσει κάποιο από τα υπόλοιπα.

Αν το πιόνι των αντιπάλων πέσει πάνω σε εκείνο της άλλης ομάδας τότε το πιόνι επανέρχεται στην αρχική του θέση. Είναι ένα πάρα πολύ εύκολο και ευχάριστο παιχνίδι, που γεμίζει τα σπίτια με φωνές και γέλια και κάνει πολύ ευχάριστη και ζεστή την γιορτή στη διάρκεια του χειμώνα (πέφτει Ιανουάριο) -σαν ατμόσφαιρα σίγουρα θυμίζει τα Ελληνικά Χριστούγεννα.

Ποιες κορεάτικες συνήθειες διατηρείτε στην καθημερινότητά σας, στην Αθήνα;

Στην Αθήνα τηρούμε τις συνήθειες να βγάζουμε τα παπούτσια μας στην είσοδο, να μιλάμε στον πληθυντικό στους γονείς μας και να δίνουμε τα πράγματα με τα δύο χέρια. Κρατάμε επίσης, όσο γίνεται, την Κορεάτικη κουζίνα και τρώμε με τα ξυλάκια στο σπίτι.

Υπάρχουν κοινά στοιχεία στον πολιτισμό της Κορέας και της Ελλάδας;

Πιστεύω πως σίγουρα η Κορέα είναι ζεστή και φιλόξενη όσο είναι και η Ελλάδα και οι άνθρωποι πραγματικά είναι πολύ καλόκαρδοι. Τους αρέσει να κάνουν το καλό στους άλλους και να βοηθάνε. Σε αυτό πιστεύω μοιάζουν πολύ.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι και οι παραδοσιακές κορεάτικες φορεσιές. Τι είναι αυτό που τις κάνει να ξεχωρίζουν;

Τα «Hanbok» είναι οι παραδοσιακές στολές που φορούσαν οι Κορεάτες από την παλιά εποχή. Ανάλογα με την δυναστεία, άλλαζαν και λίγο τις μορφές τους αλλά έχει συντηρηθεί η κύρια μορφή της. Αποτελείται από το 저고리 («jegori») που είναι το πάνω μέρος του «Χάνμποκ» και το κάτω μέρος, που είναι 치마(«chima»-φούστα)/바지(«baji»-παντελόνι) ανάλογα με το αν είναι ανδρικό ή γυναικείο. Έχουν άνετη γραμμή και το καθένα δεν πέφτει επακριβώς πάνω στο σώμα, έτσι που δίνει την ευελιξία να φοριούνται άνετα στο σώμα και να κινούνται με ευκολία.

Τα γυναικεία «Χάνμποκ» ειδικά, έχουν πιο καμπυλωτές γραμμές στο μανίκι και στη φούστα, έτσι που δίνουν όγκο σε αυτή που τα φορά. Το μάκρος της φούστας φτάνει κάτω από τον αστράγαλο, έτσι που με την καμπυλωτή γραμμή κρύβει την κίνηση του κάτω μέρους του σώματος, δίνοντας την εντύπωση ότι αιωρείται πάνω στον αέρα. Τα χρώματα που επιλέγονται και τα σχήματα επίσης συμβολίζουν την ευημερία, την ευλογία, τον πλούτο και την εξυπνάδα.

Επιλέγουν χρώματα έντονα και ζωντανά σε νεαρούς και νεαρές (όπως ροζ, κίτρινα, φούξια, ακόμα και στους άνδρες), ενώ σε μεγαλύτερους επιλέγουν και πιο σοβαρά χρώματα (όπως κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί, μαύρο). Το «Χάνμποκ» φοριόταν για τα 4 μεγάλα στάδια της ζωής του ανθρώπου, στα πρώτα γενέθλια (100ή μέρα γεννήσεως 돌- «dol»), στην γιορτή ενηλικίωσης, στην γιορτή του γάμου και στην γιορτή της ένδειξης σεβασμού προς τα πεθερικά. Σήμερα φοράνε το «Χάνμποκ», όπως θα φορούσε κανείς το κοστούμι του, σε επίσημες γιορτές και θέσεις (π.χ. ο πρόεδρος στην Κορεάτικη Πρωτοχρονιά θα βγάλει λόγο, φορώντας το «Χάνμποκ»).

Το «Χάνμποκ», όπως προαναφέρθηκε, άλλαξε μορφή ανά δυναστείες, κάτι που βοήθησε να επιζήσει και να μείνει μέρος της κουλτούρας μας. Γι’αυτό και σήμερα γίνονται πολλές προσπάθειες για να αναπροσαρμοστεί η μορφή του και να εκσυγχρονιστεί, έτσι ώστε να είναι άνετο στην καθημερινότητα του 21ου αιώνα, έτσι όπως φτιάχνονται πιτζάμες, σχολικά ρούχα, ακόμα και καθημερινά ρούχα, που έχουν την γραμμή και τους σχηματισμούς του «Χάνμποκ».

Ποια είναι τα όνειρα και τα σχέδιά σας για το μέλλον;

Πολλές φορές οι φίλοι μου με ρωτάνε αν σκέφτομαι να γυρίσω ποτέ στην Κορέα ή γιατί ζω ακόμα εδώ. Εγώ αγαπάω την Ελλάδα και μου αρέσει η ζωή μου εδώ. Η ανθρωπιά και η αγάπη που δέχομαι, με κάνει να θέλω να μένω ολοένα και περισσότερο εδώ. Γι’αυτό και το όνειρό μου είναι να μπορώ να ανταποδώσω πίσω όλα όσα δέχτηκα, μοιράζοντας στο κόσμο πληροφορίες, τα ήθη και τα έθιμα της χώρας μου για όλους όσους ενδιαφέρονται και θέλουν να μάθουν περισσότερα για την Κορέα.

Μου αρέσει να κάνω τον κόσμο να γελά, έστω για τα λίγα δευτερόλεπτα που με βλέπουν από το Instagram και το Tiktok. Θέλω να είμαι μια ανάσα στην δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων, ένα μικρό διάλειμμα για όσους περνάνε δύσκολα. Θέλω να είμαι μια καλή και θετική επιρροή και να είμαι ένα σύμβολο της ένωσης Κορέας και Ελλάδας, που προωθεί τον κόσμο να είναι ενωμένοι και παγκοσμιοποιημένοι.

*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Pauline Lee

Βίκυ Καλοφωτιά

Βίκυ Καλοφωτιά

Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.