Γιάννης Τοπαλίδης: Η συνεργασία με τον Ρεχάγκελ, το «Euro 2004», η Εθνική Ελλάδος και τα «παιδιά-θαύματα» στο ποδόσφαιρο

Η φημισμένη φράση, ότι «στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» σίγουρα ταίριαζε «γάντι» και στην ομάδα των παικτών της Εθνικής Ελλάδος, το 2004.

Τότε, που με προπονητή τον Γερμανό, Ότο Ρεχάγκελ και πολύτιμο βοηθό του, τον Γιάννη Τοπαλίδη, οδήγησαν τη χώρα στην κορυφή της Ευρώπης, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου «Euro 2004», που διεξήχθη στην Πορτογαλία.

Ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, που την περιέγραφαν ως ένα από τα αουτσάιντερ του τουρνουά, η Ελλάδα έφτασε στον τελικό της 4ης Ιουλίου και κέρδισε την Πορτογαλία με 1-0, με σκόρερ τον Άγγελο Χαριστέα. Το τρόπαιο βρισκόταν πια στα χέρια των παικτών με τις γαλανόλευκες φανέλες, οι οποίοι το κατέκτησαν δικαιωματικά δίνοντας τον καλύτερο εαυτό τους.

Τι ήταν αυτό που τους οδήγησε στην επιτυχία και τι ρόλο έπαιξε στο τελικό αποτέλεσμα το δίδυμο των προπονητών, που κατάφεραν το -για πολλούς- ακατόρθωτο; Ποια λόγια αντάλλασσαν μεταξύ τους παρά τα στοιχήματα ότι η Εθνική θα πάθαινε πανωλεθρία λόγω του… βεβαρημένου αγωνιστικού παρελθόντος της; Θα μπορούσε η σημερινή Εθνική Ελλάδος να φτάσει σε μια αντίστοιχη θέση;

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, όπως και σε πολλά άλλα, απαντάει ο ένας εκ των δύο «ενορχηστρωτών» της σπουδαίας εκείνης νίκης, που έκανε τους Έλληνες σε κάθε γωνιά της Γης, να πανηγυρίσουν!

Ο Γιάννης Τοπαλίδης μιλάει εφ’όλης της ύλης, 18 χρόνια μετά, και παράλληλα ανακαλεί αναμνήσεις από τη ζωή του στα γήπεδα, τη μεγάλη λατρεία του, το ποδόσφαιρο, συγκρίνοντας το χθες με το σήμερα. Μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, όπου είναι η βάση του και τη Γερμανία, που είναι η δεύτερη πατρίδα του. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει με καμάρι, σε κάποιο σημείο της συζήτησης «εγώ είμαι 100% Έλληνας και θέλω η Ελλάδα να προοδεύει σε όλα!».

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Πότε καταλάβατε ότι το ποδόσφαιρο ήταν αυτό, με το οποίο θέλατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά;

Ήμασταν με τους γονείς μου μετανάστες στη Γερμανία, σε ένα προάστιο της Στουτγκάρδης και ο πατέρας μου ήταν τότε πρόεδρος σε μια ελληνική ομάδα. Έτσι ήμουν κι εγώ από πέντε ετών συνέχεια μαζί του, εκεί, και ασχολιόμουν συνέχεια με την μπάλα. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει κάτι που να με ενδιαφέρει περισσότερο από το ποδόσφαιρο, εκτός βέβαια από την οικογένειά μου και τα παιδιά μου, που εννοείται ότι βρίσκονται πάντα σε πρώτο πλάνο.

Από τότε έπαιζα μπάλα και αργότερα αγωνίστηκα σε αρκετές γερμανικές ομάδες. Θυμάμαι ότι ήμουν καλός παίκτης και ήθελα να γίνω επαγγελματίας παίκτης στην «Bundesliga» (η ανώτερη κατηγορία στο γερμανικό ποδόσφαιρο). Δεν τα κατάφερα όμως, οπότε από εκεί κι έπειτα ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με την Προπονητική.

Πώς πήρατε αυτήν την απόφαση;

Εκείνη την εποχή έπαιζα σε μια ομάδα στο Έσλινγκεν, σε μια πόλη περίπου 15 χλμ. έξω από την Στουτγκάρδη, όπου ήμουν ο καλύτερος παίκτης. Μετά, για να εξακολουθήσω να μπορώ να παίζω στην ομάδα, μου πρότειναν να γίνω παράλληλα και προπονητής. Αυτό είναι κάτι που συνηθίζεται σε ερασιτεχνικές ομάδες στη Γερμανία και λέγεται «Spielertrainer», δηλαδή συγχρόνως παίκτης αλλά και προπονητής. Δέχτηκα και έτσι πέρασα στην Προπονητική.

Μέχρι το 2010 συνεισφέρατε στην Εθνική Ελλάδος ως βοηθός προπονητή, δίπλα στον Ότο Ρεχάγκελ. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες στιγμές από αυτήν τη συνεργασία; Έχετε κρατήσει επικοινωνία μέχρι σήμερα;

Όλη αυτή η εμπειρία με την Εθνική Ομάδα ήταν για εμένα κάτι πάρα πολύ σημαντικό, δεν εξηγείται με λόγια. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν ωραία, σαν ένα όνειρο! Με τον Ρεχάγκελ είμαστε και σήμερα ακόμη πολύ φίλοι. Ο ίδιος μου λέει ακόμη και τώρα, ότι είμαι για εκείνον ένας από τους καλύτερούς του φίλους. Όταν μιλάμε, νιώθουμε και οι δύο σαν να συνεργαζόμαστε ακόμα, τόσο κοντά εξακολουθούμε να αισθανόμαστε κι ας πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια. Η μεγαλύτερή μου επιτυχία είναι ότι μπόρεσα και έγινα κολλητός με τον Ρεχάγκελ!

Μαζί οδηγήσατε την Εθνική Ελλάδος στην κορυφή της Ευρώπης, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου «Euro 2004». Τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από εκείνη τη νίκη;

Αυτή η νίκη ήταν σίγουρα το αποκορύφωμα! Θέλω να πω πάνω σε αυτό, ότι το να δουλέψεις στην Ελλάδα στο χώρο του ποδοσφαίρου, είναι δύσκολο και γι’αυτό νιώθω τυχερός που είχα τον Γερμανό σαν αφεντικό και μπόρεσα και συνεργάστηκα μαζί του τόσο καλά. Στην Ελλάδα, στο ποδόσφαιρο, ανακατεύονται πάρα πολλοί και ακόμη περισσότερο αυτοί που είναι κοντά στην ομάδα…

Στην Εθνική Ομάδα τότε, σαν προπονητικό team ήμασταν μόνο εκείνος κι εγώ, την ίδια στιγμή που άλλες ομάδες είχαν από 5-10 άτομα. Οπότε ήμασταν πολύ κουρασμένοι όλο εκείνο το διάστημα αλλά συνεχίζαμε, γιατί είχαμε στο μυαλό μας τη νίκη.

Την ημέρα που πήραμε το Κύπελλο, μετά τη λήξη του αγώνα επιστρέψαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο, πήγαμε για να φάμε κάτι και αμέσως μετά για ύπνο, γιατί ήμασταν πραγματικά τόσο πολύ κουρασμένοι και οι δύο και ήταν αδύνατο να ξενυχτήσουμε. Οι παίκτες βέβαια το γιόρτασαν!

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης πριν από το τελικό αποτέλεσμα;

Το θέμα είναι να προκριθεί μια ομάδα και να κατορθώσει να φτάσει στην τελική φάση, γιατί αυτό είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο για να το πετύχεις. Από τη στιγμή, λοιπόν που καταφέραμε να φτάσουμε στον τελικό, μετά, ακόμη και πριν αρχίσει ο αγώνας, είχαμε μέσα μας μια αισιοδοξία ότι θα το πάρουμε το Κύπελλο, οπότε το αποτέλεσμα δεν μας αιφνιδίασε τόσο πολύ!

Ακόμη και σε ένα πρόσφατο ταξίδι μου, που το συζητούσα με κάποιον στο αεροπλάνο, λέγαμε πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που καταφέραμε να πετύχουμε τότε! Δεν είναι μόνο ότι πήραμε το Κύπελλο, είναι όλη η πορεία μέχρι να φτάσουμε εκεί. Ενώ δηλαδή είχαμε χάσει τα πρώτα παιχνίδια στην προκριματική φάση, μετά δεν φάγαμε ούτε ένα γκολ και κατορθώσαμε, όχι μόνο να φτάσουμε και στο «Euro», αλλά πήραμε και το Κύπελλο!

Λέγαμε τότε με τον Ρεχάγκελ, ότι παρ’όλο που είχαμε χάσει τα δύο πρώτα παιχνίδια, είχαμε μια καλή και ανταγωνιστική ομάδα, που θα μπορούσε να προκριθεί στην τελική φάση. Έτσι, όσο προχωρούσαν τα παιχνίδια, αρχίσαμε να πιστεύουμε όλο και περισσότερο ότι η ομάδα μας είχε πολλές δυνατότητες για να πάει πολύ καλά!

Εκείνη την εποχή, επειδή η Εθνική Ομάδα παλαιότερα δεν είχε επιτυχίες και είχε άσχημα αποτελέσματα, υπήρχε ένα απαισιόδοξο κλίμα στην Ελλάδα, ότι θα πάθουμε κι εμείς το ίδιο. Εμείς, όμως μεταξύ μας λέγαμε με τον Ρεχάγκελ «Άστους να λένε, εμείς ξέρουμε ότι έχουμε πολύ καλή ομάδα και ότι δεν θα πάθουμε πανωλεθρία αλλά θα τα πάμε πολύ καλά στο “Euro”!».

Ακόμη και σήμερα, όταν μιλάω μαζί του, μου λέει ότι ήμασταν τυχεροί, γιατί είχαμε πολύ καλούς παίκτες! Δεν λέει για τον εαυτό του και για εμάς, αλλά ακόμη και σήμερα αποδίδει την επιτυχία στους παίκτες!

Πώς βλέπετε τη σημερινή Εθνική Ελλάδος; Θα μπορούσε να φτάσει σε μια αντίστοιχη θέση;

Η Ελλάδα πήγε καλά στο «Nations League», βγήκε πρώτη, αλλά οι αντίπαλοι ήταν πολύ χαμηλού επιπέδου, πρέπει να το πούμε και αυτό και να το δούμε ρεαλιστικά. Το θετικό είναι, ότι όντως πήραμε την πρώτη θέση, αλλά το επίπεδο της ομάδας δεν είναι τόσο υψηλό, όσο κάποιοι πιστεύουν. Αυτό βέβαια θα φανεί με τους καλούς αντιπάλους.

Δηλαδή τώρα, στον όμιλο για τα προκριματικά του «Euro 2024», κληρωθήκαμε με την Ολλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία και το Γιβραλτάρ. Νομίζω ότι είναι ο πιο δύσκολος όμιλος που θα μπορούσαμε να πέσουμε, γιατί μιλάμε για αντιπάλους, οι οποίοι είναι παγκόσμιας κλάσης.

Στο παρελθόν συνεργαστήκατε και με το προπονητικό team της «Χέρτα Βερολίνου» ως ανιχνευτής ταλέντων. Ποια τέτοια ταλέντα διακρίνετε ανάμεσα στους νέους Έλληνες ποδοσφαιριστές;

Σίγουρα έχω ξεχωρίσει κάποιους, αλλά ότι είναι τόσο μεγάλα ταλέντα, όσο τα παρουσιάζουν κάποιοι, δεν πιστεύω ότι ισχύει. Επειδή η Ελλάδα ψάχνει για έναν σούπερ σταρ, πολλές φορές υπερβάλλουν και κάνουν σούπερ σταρ, παίκτες, οι οποίοι όμως δεν είναι.

Για παράδειγμα, για τον Σάκη Τσιώλη του ΠΑΟΚ, άκουσα κάποια στιγμή έναν δημοσιογράφο στην τηλεόραση να τον αποκαλεί «το παιδί-θαύμα» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτό δεν είναι «παιδί-θαύμα», δηλαδή είναι σίγουρα ένας καλός και ταλαντούχος παίκτης, αλλά δεν είναι «παιδί-θαύμα», οπότε δεν γίνεται να τον αποκαλείς έτσι. Όπως είχε γίνει και στο παρελθόν με τον Σωτήρη Νίνη, που τον αποκαλούσαν «Έλληνα Μέσι». Ποιος Έλληνας Μέσι; Καμία σχέση…

Η σημερινή Εθνική ομάδα έχει μερικούς πολύ καλούς παίκτες, όπως είναι ο Κωνσταντίνος Μακροπάνος, που εμένα προσωπικά μου αρέσει πολύ στην άμυνα. Επίσης, ο Κώστας Τσιμίκας στην Liverpool. Είναι καλός παίκτης αλλά σίγουρα όχι «παιδί-θαύμα». Είναι λάθος να αποκαλούν έναν παίκτη έτσι, όταν δεν ισχύει. Για παράδειγμα, στο μπάσκετ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι «παίκτης-θαύμα»! Στο ποδόσφαιρο όμως, αυτήν την περίοδο δεν έχω δει εγώ τουλάχιστον κάποιον «παίκτη-θαύμα».

Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει στην Ελλάδα, γιατί δεν υπάρχουν τόσο καλές ακαδημίες ποδοσφαίρου, που να εντοπίσουν και να εκπαιδεύσουν κάποιον για να τον κάνουν τόσο καλό. Δεν είναι όλο αυτό τόσο προχωρημένο στην Ελλάδα, όπως σε άλλες χώρες. Σίγουρα υπάρχουν πολύ καλά ταλέντα, αλλά πρέπει να τα εντοπίσεις και να τα εκπαιδεύσεις έτσι ώστε να γίνουν «παιδιά-θαύματα». Μπορεί να υπάρξει στο μέλλον κάποιος «παίκτης-θαύμα», αλλά προς το παρόν δεν βλέπω κάποιον.

Πώς σχολιάζετε τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα της χώρας μας, με αφορμή και το περιστατικό της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, τον περασμένο Φεβρουάριο;

Αυτά προέρχονται και από τον ίδιο το λαό, είναι κάτι που έχει να κάνει και με την κουλτούρα του, όπως και με την Παιδεία των φιλάθλων. Πώς είναι δυνατόν να βγαίνει κάποιος και να ρωτάει τον άλλο τι ομάδα είναι και αν είναι φίλαθλος άλλης ομάδας από τη δική του, να τον μαχαιρώνει; Αυτό δεν γίνεται ούτε στην Ουγκάντα.

Υπάρχουν πάρα πολλοί φίλαθλοι στην Ελλάδα, οι οποίοι είναι φιλήσυχοι και αξιοπρεπείς και πηγαίνουν στο γήπεδο, είτε μόνοι τους, είτε με τα παιδιά τους και απολαμβάνουν να βλέπουν έναν αγώνα. Χωρίς βίαιες συμπεριφορές. Υπάρχουν, όμως και πάρα πολλοί άλλοι, που πάνε και κάνουν φασαρίες. Όπως είπα και πριν, αυτό οφείλεται και στην κουλτούρα ενός λαού.

Είστε Πόντιος με καταγωγή από το Μαυροδένδρι Κοζάνης. Ποια είναι τα συναισθήματά σας για το νέο γήπεδο της ΑΕΚ «Αγιά Σοφιά-OPAP Arena», που εγκαινιάστηκε πρόσφατα;

Πρώτα απ’όλα είδα ένα γήπεδο πάρα πολύ ωραίο και αυτό θα βοηθήσει πάρα πολύ και την ίδια την ομάδα, δημιουργώντας μια πολύ θετική ατμόσφαρα και από καθαρά ποδοσφαιρική άποψη. Τέτοια γήπεδα χρειάζονται, για να πάει το ποδόσφαιρο μπροστά, γιατι πέρα από ταλέντα και ακαδημίες, παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο και οι υποδομές, τι γήπεδα δημιουργείς. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ακόμη και το κάθε χωριό έχει γήπεδο υψηλών προδιαγραφών.

Σε ό,τι αφορά το Ποντιακό στοιχείο, όταν βλέπω ποντιακά γενικά, μου αρέσουν πολύ και χαίρομαι! Όχι μόνο στον αθλητισμό, αλλά και π.χ.στις χοροεσπερίδες που διοργανώνονται στη Γερμανία και πηγαίνουμε και παίζουν ποντιακά, είναι πάντα μεγάλος ο ενθουσιασμός!

Όλοι οι χοροί είναι πολύ ωραίοι, αλλά οι ποντιακοί είναι ακόμη πιο ωραίοι! (γέλια). Επίσης, όταν είμαι έξω και συναντώ Πόντιους, όλοι μας έχουμε μια ξεχωριστή σχέση μεταξύ μας, επικοινωνούμε και νιώθουμε ενωμένοι, σαν να είμαστε όλοι μαζί μία «γροθιά»!

Σήμερα πού βρίσκεστε επαγγελματικά και τι σχεδιάζετε από εδώ και στο εξής;

Στις 24 Νοεμβρίου έχω γενέθλια και γίνομαι 60 ετών. Πλέον δεν έχω κάποιους στόχους επαγγελματικά, έχω αρχίσει και κουράζομαι και δεν έχω το κουράγιο και την όρεξη που είχα κάποτε. Αν προκύψει κάτι, δεν ξέρω, αλλά δεν σκοπεύω να το επιδιώξω. Εξακολουθώ βέβαια να πηγαίνω στο γήπεδο αλλά πλέον μόνο ως φίλαθλος. Και φυσικά μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο και συνεχίζω!

*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τοπαλίδη

Βίκυ Καλοφωτιά

Βίκυ Καλοφωτιά

Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.