Ρεπορτάζ: Βίκυ Καλοφωτιά
«1000 ξενιτιές δεν κάνουν μια πατρίδα…» διαβάζω στα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις της, στο προφίλ της σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Δυο γραμμές πιο κάτω, πέφτει το μάτι μου σε άλλο ένα σχόλιο: «Όσο μεγάλο θάρρος θέλει για να φύγεις, άλλο τόσο θέλει για να γυρίσεις…».
Κάθε λεπτό που περνάει, προστίθεται κι ένα ακόμη, μέχρι που από ένα σημείο κι έπειτα χάνομαι στη… μετάφραση. Ανάμεσά τους και αρκετά σχόλια χρηστών, που φαίνονται να απορούν, γιατί άφησε πίσω της τους επιβλητικούς ουρανοξύστες, τα λαμπερά φώτα, τις ανεξάντλητες απολαύσεις και τον πλουσιοπάροχο τρόπο ζωής, που οι περισσότεροι έχουν την ευκαιρία να αντικρίσουν μόνο μέσα από τη μεγάλη οθόνη.
Κι όμως η Γιάννα Ζαγκανά, με καταγωγή από το Στένωμα Ευρυτανίας, επιμένει πως η απόφασή της να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα, μετά από έξι χρόνια διαμονής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και συγκεκριμένα στην πόλη Σάρλοτ στη Βόρεια Καρολίνα, ήταν ό,τι πιο σωστό έχει πράξει μέχρι σήμερα.
Όπως αναφέρεται στη Βικιπαίδεια, ο πληθυσμός της πόλης για το 2022 ανέρχεται σε 925,290 κατοίκους, καθιστώντας την την 14η πολυπληθέστερη πόλη των ΗΠΑ, την ήπειρο όπου βρίσκεται το 61% των αποδήμων Ελλήνων, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού.
Η ίδια υπηρεσία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών πιστοποιεί το ότι σήμερα υπάρχουν περισσότεροι από 5.000.000 άνθρωποι ελληνικής καταγωγής που ζουν έξω από τα ελληνικά σύνορα, διασκορπισμένοι σε 140 χώρες σε όλο τον κόσμο. Ανάμεσα σε αυτές, που φιλοξενούν τους περισσότερους εξ αυτών, είναι οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Αυστραλία, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο.
«Πολλοί στην Ελλάδα δεν καταλαβαίνουν, γιατί επέστρεψα. Αν δεν το ζήσεις όμως, δεν μπορείς να καταλάβεις…»
Θέλω να μάθω την παραμικρή λεπτομέρεια, για το πώς η 24χρονη Γιάννα αποφάσισε να αφήσει πίσω της οριστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιστρέψει στην πατρίδα της.
«Επέστρεψα από την Αμερική, το Σεπτέμβριο και πλέον θα μείνω μόνιμα στην Ελλάδα, δεν θέλω να επιστρέψω ξανά εκεί. Τώρα μένω στη Λαμία, με τη μαμά μου, η οποία είναι οδηγός ταξί και είναι μαζί και ο αδερφός μου. Πολλοί στην Ελλάδα, δεν καταλαβαίνουν γιατί επέστρεψα. Αν δεν το ζήσεις όμως, δεν μπορείς να καταλάβεις….
»Ήμουν πολύ άσχημα ψυχολογικά, ωστόσο έπρεπε πρώτα να διευθετήσω διάφορες δουλειές, να πουλήσω το αυτοκίνητο, να μαζέψω όλα τα πράγματά μου και να κλείσω εισιτήριο, όσο πιο σύντομα γινόταν, είχα χωρίσει κιόλας… Μέσα σε δύο εβδομάδες, από τότε που το πήρα απόφαση, μπήκα στο αεροπλάνο και έφυγα. Στις ΗΠΑ προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είναι όλα τέλεια, αλλά δεν ισχύει. Όλα είναι πολύ δύσκολα. Έρχεται κάποτε η στιγμή, που νιώθεις, λες και ζεις ένα ψέμα…».
Η μετανάστευση στις ΗΠΑ και τα πρώτα βήματα
«Γεννήθηκα στην Αμερική, εκεί γνωρίστηκαν και οι γονείς μου και οι γιαγιάδες και οι παππούδες μου μετακινούνταν συνέχεια μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής. Έμεινα εκεί μέχρι την ηλικία των έξι ετών και μετά φύγαμε με τη μητέρα μου για την Ελλάδα και συγκεκριμένα τη Λαμία, όπου έμεινα μέχρι τα 18 μου, όταν αποφοίτησα από το Λύκειο.
»Σε όλο αυτό το διάστημα πήγα στην Αμερική μόνο μία φορά, για διακοπές τα Χριστούγεννα. Έχω συγγενείς και εκεί και εδώ. Στην Αμερική βρίσκεται και ο πατέρας μου, με τον οποίο έμεινα στην αρχή, γιατί τα έξοδα ήταν πάρα πολλά και χρειαζόμουν χρόνο μέχρι να προσαρμοστώ.
»Όταν πήγα εκεί, ήθελα αρχικά να ασχοληθώ με την κομμωτική, αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε, γιατί είναι πάρα πολλές οι ώρες εργασίας, 60 ώρες την εβδομάδα, 12ωρα κάθε μέρα και τα χρήματα δεν ήταν και τίποτα σπουδαία. Έτσι, μετά από την προτροπή γνωστών μου, πήγα για τρεις μήνες σε σχολή και σπούδασα βοηθός οδοντιάτρου. Μόλις αποφοίτησα, έψαξα αρκετά για να εργαστώ πάνω στο αντικείμενο, αλλά ο καιρός περνούσε και δεν έβρισκα κάτι, οπότε το παράτησα και ξεκίνησα να εργάζομαι στο εστιατόριο του θείου μου, του Βασίλη.
»Το 2020, το προσπάθησα ξανά για βοηθός οδοντιάτρου και βρήκα μια θέση με λίγα χρήματα, αλλά τουλάχιστον ήμουν ευχαριστημένη με τη συνεργασία με τη διευθύντρια και τους συναδέλφους. Μετά όμως άλλαξε η εργοδοσία και δεν μπορούσα να συνεχίσω, διότι οι σχέσεις μας δεν ήταν και οι καλύτερες».
Η δύσκολη καθημερινότητα, οι κίνδυνοι και η κατάθλιψη
«Δεν μπορούσα καθόλου να προσαρμοστώ στην καθημερινότητα στην Αμερική, το πάλεψα έξι χρόνια πάρα πολύ, από τα 18 μου μέχρι τα 24, αλλά δεν πήγαινε άλλο. Ένιωθα δυστυχισμένη, η ψυχολογία μου ήταν συνέχεια άσχημη και άρχισα να νοσταλγώ πολύ την Ελλάδα. Τα περισσότερα παιδιά και οι νέοι εκεί πάσχουν από κατάθλιψη και αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα. Δεν είναι να απορεί κανείς για το πώς ανήλικοι παίρνουν όπλα και πυροβολούν σε σχολεία και σε γειτονιές, όσο τρομερό κι αν είναι αυτό…
»Είναι πολύ επικίνδυνα, στην περιοχή όπου έμενα και εργαζόμουν, υπάρχουν παντού συμμορίες και πρέπει να μετακινείσαι μόνο με το αυτοκίνητο και να κλειδώνεις τις πόρτες, αν θες να νιώθεις κάπως ασφαλής, όταν κυκλοφορείς στο δρόμο. Δεν θα ξεχάσω με τίποτα, πόσο τρομάζαμε, όταν έξω από το εστιατόριο όπου δούλευα, ακούγαμε πυροβολισμούς, ακόμη και το μεσημέρι.
Όσο για τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, μπορείς να τα βρεις πολύ εύκολα, παρά το ότι τα νυχτερινά μαγαζιά σερβίρουν ποτά μόνο σε ενήλικες από 21 ετών και άνω και μόνο μέχρι τις 2 τα ξημερώματα και κλείνουν στις 2.30. Πρέπει να προσέχεις πολύ, γιατί στα νυχτερινά κλαμπ προσφέρουν ναρκωτικά σε χαπάκια και κοκαΐνη. Ποτέ μου δεν πήρα…».
«Υπάρχει έντονα ο διαχωρισμός μεταξύ λευκών και μαύρων»
«Αντίθετα με ό,τι βγαίνει προς τα έξω, δεν είναι σίγουρα η χώρα της ελευθερίας και των μεταναστών. Υπάρχει έντονα ο διαχωρισμός μεταξύ λευκών και μαύρων. Αλλά και μεταξύ των μεταναστών υπάρχει ρατσισμός, κάτι που το θεωρώ παράλογο και αν δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια, ίσως και να μην το πίστευα!
»Ο καθένας τους θεωρεί ότι η χώρα του ανήκει, ξεχνώντας ότι είναι μετανάστης εκεί και δεν του ανήκει τίποτα. Όσο για τις φιλίες, παρ’όλο που απέκτησα και κάποιους φίλους Αμερικανούς, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και θεωρώ ότι οι φίλοι εκεί δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια καλοσύνη, όπως στην Ελλάδα. Είναι σχέσεις, που λειτουργούν με το συμφέρον».
»Οι περισσότεροι στην Αμερική είναι μίζεροι, ζουν μόνο για να δουλεύουν και δεν χαίρονται τη ζωή τους, δεν έχουν καθόλου χρόνο για τον εαυτό τους, θέλουν μόνο να βγάζουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα και δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Για εμένα όμως δεν έχουν σημασία τα σπίτια, τα αυτοκίνητα και τα ακριβά παπούτσια, αλλά η χαρά και η ποιότητα ζωής!».
«Αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου, όσο έμεινα στην Αμερική…»
«Υπήρχαν όμως και κάποιες ευτυχισμένες στιγμές, όσο καιρό έζησα εκεί. Όπως ανέφερα, με είχε υπό την προστασία του, ο αδερφός της μητέρας μου, ο θείος Βασίλης, ο οποίος εκεί ήταν η οικογένειά μου και είχε αναλάβει το ρόλο του πατέρα μου. Τον αγαπώ πολύ!
»Περνούσαμε πολύ ωραία, όταν μαζευόμασταν όλη η οικογένεια και ψήναμε έξω, και τρώγαμε στην πίσω αυλή του σπιτιού, πίναμε κρασάκι και ακούγαμε ελληνική μουσική! Αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου στην Αμερική, καθώς και όλα τα ταξίδια που πήγαμε μαζί, όπως στο Μεξικό και στις Μπαχάμες!
»Βέβαια, τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτά που ζω τώρα, που επέστρεψα στην Ελλάδα! Είμαι ευτυχισμένη με τα απλά, αλλά τόσο σημαντικά για εμένα. Μου αρέσει πολύ να πηγαίνω στα πανηγύρια, να χορεύουμε όλοι μαζί, έχω τις φίλες μου, την Κλεοπάτρα, τη Φαίη και τη Μαρία, πηγαίνω πολύ συχνά στο χωριό, στο Στένωμα Ευρυτανίας και βλέπω τη γιαγιά μου! Παράλληλα, βέβαια ψάχνω και για δουλειά. Δεν έχω βρει κάτι ακόμη, αλλά είμαι αισιόδοξη ότι είναι και αυτό θέμα χρόνου!».
Marcel Mayer-Τσιναφορνιώτης: «Τώρα πια μπορώ να πω με καθαρή καρδιά ότι βλέπω τον εαυτό μου έναν εξ ολοκλήρου Έλληνα»
Στην Ελλάδα επέλεξε να ξεκινήσει το νέο κεφάλαιο της ζωής του και άλλος ένας νέος άνθρωπος, με μια διαδρομή γεμάτη διακρίσεις σε αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων, το ταλέντο του οποίου τον έκανε να ξεχωρίσει ακόμη και στα μάτια του παγκόσμιου πρωταθλητή της «Formula 1», Michael Schumacher, που εντυπωσιάστηκε από τις επιδόσεις του και τον έκανε μέλος της δικής του ομάδας αυτοκινήτων Kart.
Ο Marcel Mayer-Τσιναφορνιώτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία, αλλά πάντα ένιωθε μέσα του την ιδιαίτερη σύνδεσή του με την Ελλάδα, αφού ο πατέρας του κατάγεται από τη Στενήμαχο Ημαθίας, όπου πήγαινε τα καλοκαίρια και απολάμβανε τον ήλιο, τη θάλασσα και το φαγητό της γιαγιάς, με φρέσκα φρούτα και λαχανικά από τον κήπο της.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, το 23% των Ελλήνων έχουν μεταναστεύσει στην Ευρώπη, με τη Γερμανία να αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς, κυρίως μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού στην οικονομία.
Ωστόσο, εδώ και αρκετό διάστημα, όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που τολμούν να πάνε «αντίθετα στο ρεύμα» και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η νοσταλγία και η θέληση να δημιουργήσουν στον τόπο τους, υπερτερεί, κι έτσι όλες οι αμφιβολίες παραμερίζονται.
Χαρακτηριστικό αυτής της έντονης τάσης αποτελούν και τα στοιχεία που φέρνει στη δημοσιότητα η πρωτοβουλία «Brain ReGain-Ελληνισμός εν Δράσει», ώστε οι Ελληνες που ζουν εκτός Ελλάδος να διαπιστώσουν και οι ίδιοι πως η Ελλάδα που άφησαν πολλοί εξ αυτών την περασμένη δεκαετία της κρίσης, έχει αλλάξει και μπορούν να σκεφτούν με άλλους όρους τον επαναπατρισμό τους.
Στο πλαίσιο των ερευνών αυτής της μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλίας της κοινωνίας των πολιτών, έχουν καταγραφεί οι μέχρι στιγμής προθέσεις των νέων που βρίσκονται στο εξωτερικό. Το 31% δηλώνει πως επιθυμεί να επιστρέψει άμεσα ή εντός του επόμενου έτους, ενώ το 52% επιθυμεί να εργαστεί σε μεγάλη πολυεθνική ή ελληνική εταιρεία. Εντυπωσιακό είναι πως το 72% δηλώνει πως θα δεχόταν μείωση μισθού από 10% έως 30% προκειμένου να επιστρέψει στην Ελλάδα(!).
Ο 21 ετών Marcel έχει ήδη συμπληρώσει κάποιους μήνες αφότου πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει από την Γερμανία, στην «καλύτερη πόλη της Ελλάδας, τη Θεσσαλονίκη», όπως τονίζει χαρακτηριστικά στην επικοινωνία μου μαζί του. Πώς πήρε τελικά αυτήν την απόφαση, που του άλλαξε ριζικά τη ζωή;
«Ζούσα σε μια μικρότερη πόλη κοντά στη Φρανκφούρτη. Από τη μια ήθελα να φύγω από το παλιό μου περιβάλλον και από την άλλη, το καλοκαίρι ήταν ήδη προ των πυλών, οπότε θα πήγαινα ούτως ή άλλως στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν ήταν προγραμματισμένο να παραμείνω εδώ. Μόνο αφότου μπόρεσα να ζήσω σε αυτή την όμορφη χώρα για αρκετές εβδομάδες στη σειρά, ένιωσα σαν στο σπίτι μου περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Και μετά ήρθε η απόφαση από την πλευρά μου, ότι θα μείνω εδώ.
»Για εμένα η Θεσσαλονίκη είναι η καλύτερη πόλη της Ελλάδας. Ναι μεν είναι και η Αθήνα επίσης όμορφη, ωστόσο, όταν βρέθηκα εκεί, μου δημιούργησε την αίσθηση ότι ήταν πολύ μεγάλη και με πάρα πολλούς τουρίστες. Η Θεσσαλονίκη είναι μια μεγάλη πόλη, όπου δεν νιώθεις να σε κατακλύζει ο τουρισμός και όπου η καρδιά μου αισθανόταν πολύ άνετα από την αρχή. Άλλοι παράγοντες είναι ότι έχω πολλούς φίλους και οικογένεια στην περιοχή και έχεις πάντα την ευκαιρία να βρεθείς γρήγορα στη Χαλκιδική».
Μεγαλώνοντας ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς
«Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η ευκαιρία να ασχοληθώ από παιδί, με δύο πολιτισμούς και να δω τις διαφορετικές συνθήκες ζωής. Πρόκειται για μια εμπειρία που δεν έχουν πολλά παιδιά. Πάντα μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μου, η Ελλάδα είναι το εντελώς αντίθετο από την Γερμανία, από πολλές απόψεις.
»Δεν ένιωσα ποτέ 100% συνδεδεμένος με καμιά από τις δύο χώρες. Αυτό, όμως έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες, από τότε που βρίσκομαι στην Ελλάδα. Είχα την ευκαιρία να περάσω ένα υπέροχο καλοκαίρι με τους πολύ στενούς μου φίλους και ανθρώπους που είναι σημαντικοί για εμένα και να απολαύσω τη ζωή παράλληλα με τη συνεχή εργασία ως επιχειρηματίας. Και ποτέ ξανά δεν ένιωσα τόσο καλά, που να μπορώ πια να πω με καθαρή καρδιά ότι βλέπω τον εαυτό μου έναν εξ ολοκλήρου Έλληνα».
«Τα πλεονεκτήματα στην Ελλάδα υπερισχύουν αυτών στη Γερμανία»
«Ένας φίλος μου, που επίσης μετανάστευσε, είπε κάτι εύστοχο: “Άτομα εκτός Γερμανίας θέλουν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία και άτομα από τη Γερμανία θέλουν να μεταναστεύσουν για το εξωτερικό”. Κάθε χώρα έχει ορισμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Και πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να αποφασίσει μόνος του, τι είναι πιο σημαντικό γι’ αυτόν.
»Για εμένα, τα πλεονεκτήματα στην Ελλάδα υπερισχύουν αυτών στη Γερμανία και τα μειονεκτήματα στη Γερμανία είναι περισσότερα από αυτά στην Ελλάδα. Δεν μπορεί κανείς όμως να πάρει αυτήν την απόφαση μέχρι να μείνει και στις δύο χώρες για αρκετό καιρό. Ωστόσο, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι βλέπω όλο και περισσότερους νέους να μεταναστεύουν από τη Γερμανία στο εξωτερικό».
«Οι άνθρωποι στην Ελλάδα απολαμβάνουν το δώρο της ζωής»
«Η ζωή στην Ελλάδα είναι πιο εύκολη και νιώθω εδώ πολύ μεγαλύτερη χαρά από ότι στη Γερμανία. Οι άνθρωποι δεν είναι πολύ αυστηροί με τον εαυτό τους και απολαμβάνουν το δώρο της ζωής. Αυτό έμαθα να το εκτιμώ, ειδικά τους τελευταίους μήνες. Γενικά δεν έχω παρατηρήσει δυσκολίες στην νέα καθημερινότητά μου.
»Η ζωή στο χωριό, στην Ελλάδα είναι σίγουρα διαφορετική από ότι στη Γερμανία. Τα παιδιά είναι έξω μέχρι αργά το βράδυ και παίζουν όλη μέρα, έχουν πολύ περισσότερη ενέργεια και όρεξη για ζωή. Οι γείτονες έχουν πάντα καλή διάθεση και το καλύτερο που θυμάμαι, ήταν το φαγητό της γιαγιάς μου, με φρέσκα φρούτα και λαχανικά από τον κήπο της.
»Η γραφειοκρατία εδώ στην Ελλάδα δεν είναι φυσικά τόσο προχωρημένη, όσο στη Γερμανία και διάφορα πράγματα και υποθέσεις χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Βέβαια σαφώς μου λείπει η οικογένειά μου στη Γερμανία, γιατί είμαι φανατικός οικογενειάρχης. Ελπίζω όμως να μπορώ να τους επισκέπτομαι ή να έρχονται εκείνοι εδώ, όσο πιο συχνά γίνεται».
Ο νεαρότερος οδηγός «Formula» στην Ελλάδα και η γνωριμία με τον Michael Schumacher
«Μια ημέρα, όταν ήμουν 8 ετών, ήθελα να πάω σε έναν κινηματογράφο με τον μπαμπά μου, αλλά ήταν κλειστός λόγω αργίας. Έτσι, πήγαμε αυθόρμητα σε μια πίστα αυτοκινήτων Kart, γιατί δεν είχα ξανακάνει Kart. Το διασκέδασα πολύ από την πρώτη στιγμή και αποδείχθηκε ότι είμαι πολύ ταλαντούχος για αυτό το άθλημα. Έτσι ξεκίνησαν όλα…
»Ο Michael Schumacher ήταν ένας πολύ προσγειωμένος και τρυφερός άνθρωπος, για τον οποίο το σημαντικότερο ήταν η ευημερία των συνανθρώπων του. Αυτό ήταν κάτι που μπόρεσα να διαπιστώσω, τόσο, όταν έτρεχε με το αυτοκίνητο στην αγωνιστική πίστα, αλλά και στα ιδιωτικά μας δείπνα.
»Μια συμβουλή που μου έδωσε τότε, σε σχέση με τους αγώνες, που θεωρώ πολύτιμη μέχρι σήμερα, είναι η εξής: Ότι τα όριά μου είναι μόνο στο μυαλό μου. Το μυαλό μου θα προσπαθεί πάντα να με πείσει, ότι κάτι δεν είναι δυνατό. Πρέπει λοιπόν κι εγώ από την πλευρά μου να το πείσω για το αντίθετο και να συνεχίζω να ξεπερνώ τα όριά μου!».
«Στην πορεία άφησα πίσω μου το άθλημα. Όπως παντού, έτσι και εδώ κυριαρχεί το χρήμα…»
«Αυτό που αναγκαστικά ανακαλύψαμε στην πορεία, εγώ και πολλοί άλλοι ταλαντούχοι οδηγοί αυτοκινήτων σε αγώνες ταχύτητας, είναι ότι δυστυχώς το ταλέντο δεν είναι πλέον το ζητούμενο σε αυτό το άθλημα. Όπως παντού, έτσι και εδώ κυριαρχεί το χρήμα. Δεν είναι ασυνήθιστο, το να αντικαθίσταται ένας γνωστός και καλύτερος οδηγός από έναν συγκριτικά χειρότερο οδηγό, απλώς και μόνο επειδή αυτός ο άλλος οδηγός έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους και τους διαθέτει στην ομάδα. Με άλλα λόγια, διαθέτει τον εαυτό του, για να τον εξαγοράσουν.
»Αφού αποφοίτησα από το σχολείο, στη Γερμανία, αποφάσισα να ξεκινήσω σπουδές. Ωστόσο, κατάλαβα γρήγορα, ότι ο γνωστός “κανονικός τρόπος” δεν είναι για εμένα και δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί του. Μετά από ένα χρόνο, διέκοψα τις σπουδές μου και αποφάσισα να γίνω ελεύθερος επαγγελματίας, στον τομέα του μάρκετινγκ. Μέχρι στιγμής διευθύνω ήδη αρκετές επιτυχημένες επιχειρήσεις».
«Δεν σκέφτομαι να επιστρέψω στη Γερμανία…»
«Είμαι τυχερός, επειδή στα 21 μου, είμαι πολύ νέος και έχω ήδη συλλέξει αρκετή εμπειρία. Ο κόσμος βρίσκεται μπροστά μου ανοιχτός και η ελευθερία ως ένα βαθμό, είναι το σημαντικότερο για εμένα στη ζωή. Ωστόσο, δεν θα με πειράξει, σε λίγα χρόνια να αποκτήσω ένα παραθαλάσσιο σπίτι εδώ στην Ελλάδα και να αντιμετωπίζω την κάθε νέα πρόκληση από εκεί. Αυτήν τη στιγμή πάντως δεν σκέφτομαι να επιστρέψω στη Γερμανία, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτό».
*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Γιάννας Ζαγκανά & Marcel Mayer-Τσιναφορνιώτη
Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.