Έρχεται κάποτε η στιγμή, που τον πρώτο λόγο παίρνει η ψυχή και οι επιθυμίες της. Οι αληθινές επιθυμίες της, που πια δεν ηρεμούν με τίποτα, αν δεν τις πραγματοποιήσεις.
Τότε, ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρεις, είναι να βρεις το θάρρος, που πάντα ευχόσουν να βρεις, και να τολμήσεις να αφήσεις πίσω σου τη «γυάλα» ενός μικρόκοσμου, που σε κρατάει δέσμιο στο χθες. Να ξεχυθείς σε νερά αχαρτογράφητα και να δώσεις τον αγώνα σου χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με το τσαγανό εκείνου που γνωρίζει πως σε κάθε περίπτωση αρνήθηκε να τον «τσουβαλιάσουν» και όρθωσε το ανάστημά του απέναντι στο «εύκολο, το «γρήγορο» και το «ευτελές». Όποιο κι αν ήταν το τίμημα.
Όπως ακριβώς έκανε και ο Ισίδωρος Παπαδάμου, που μετά από χρόνια εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος, υπέβαλε την παραίτησή του και κατόπιν ασχολήθηκε αποκλειστικά με το αντικείμενο, που λάτρευε από παιδί, φτάνοντας μέχρι το να δημιουργήσει το δικό του εργαστήριο κατασκευής λαϊκών έγχορδων μουσικών οργάνων. Στο πλευρό του έχει και τον γιο του, Ανδρέα, ο οποίος βαδίζει στον ίδιο χώρο, βάζοντας κι αυτός, με τη σειρά του, τη δική του «σφραγίδα».
«Αυτή η παραίτηση μου έδωσε τη δυνατότητα να αφιερωθώ στη μουσική και την οργανοποιία. Δεν ήθελα να βιοποριστώ από τη μουσική. Δεν μου ταίριαζε ο ρόλος του διασκεδαστή, επειδή απαιτούσε πολλούς συμβιβασμούς. Έτσι κατέληξα επαγγελματίας οργανοποιός» δηλώνει, μεταξύ άλλων, στη συζήτησή μας.
Μια συζήτηση, όπου αναφέρθηκε σε όλους και σε όλα, μιλώντας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη, τη γλώσσα της αλήθειας…
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Τι ήταν αυτό, που ξύπνησε μέσα σας τη θέληση να ξεκινήσετε το ταξίδι στον κόσμο της ελληνικής μουσικής από νεαρή ηλικία μέχρι σήμερα;
Πιθανώς πρόκειται για μια εσωτερική παρόρμηση που σε ωθεί να αναζητήσεις ποικίλες επαφές με το παρελθόν, να αγγίξεις τον μύθο των περασμένων και να αναζητήσεις εκεί την ουσία της ύπαρξης και της οντότητάς σου. Να γευθείς το παλαιικό αίσθημα που διασχίζει πολλές γενιές και καταλήγει στο σήμερα, προσπαθώντας να συνδέσει αυτούς τους δύο απόμακρους κόσμους.
Αυτή η ανάγκη ίσως με έφερε σε επαφή με τη Μουσική από τα παιδικά μου χρόνια. Παράλληλα με τις μαθητικές ασχολίες και έγνοιες και τις πάσης φύσεως ανησυχίες, δονούνταν μέσα μου κάποια αισθήματα ασύνδετα και ορφανά που προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο.
Στην προσπάθεια να στήσω για εμένα μια ταυτότητα, κατάλαβα πως πρέπει να πιαστώ από κάποιες ρίζες προγονικές, από κάποιες φωνές βυθισμένες στο βάθος του χρόνου, που θα καταφέρουν να αγγίξουν την ψυχή μου. Στα σχολεία επικοινωνούσαμε με το παρελθόν μέσω της διδαχής και της πληροφορίας. Μας μιλούσαν για την ανωτερότητα των προγόνων, το μεγαλείο και τα σπουδαία επιτεύγματά τους. Μας δίδασκαν μέσα από τα κορυφαία κείμενα που είχαν γράψει εκείνοι.
Όλα αυτά βέβαια είχαν την αξία τους όμως, αν εξαιρέσεις τα θεατρικά κείμενα και τον Όμηρο που μπορούσαν να σε συγκινήσουν, τα άλλα πρόσφεραν κυρίως εγκεφαλικές πληροφορίες και γνώσεις. Ίσα-ίσα για να τις χρησιμοποιούμε σήμερα απέναντι στους κάθε λογής επισκέπτες και ξένους καθηλώνοντάς τους με το μεγαλείο των προγόνων μας. Καλή είναι αυτή η φασαρία που κάνουμε, γιατί έτσι καταφέρνουμε να παραμερίσουμε λίγο τον σκληρό καθρέφτη που φανερώνει αμείλικτα την σημερινή μας υστέρηση.
Όλη αυτή η προσπάθεια να μας εμφυσήσουν σεβασμό απέναντι στην προγενέστερη κουλτούρα μας μέσα από διδαχές που έτειναν σε μια εξιδανίκευση, δεν με έπειθε απόλυτα. Άγγιζε κυρίως την λογική μου πλευρά και παράλληλα με βοηθούσε στην διαμόρφωση ήθους. Το υπόλοιπο μέρος του εαυτού μου που δονούνταν από αισθήματα, παρέμενε μετέωρο και ανικανοποίητο.
Η Γενική παιδεία δεν μπορούσε να εμφυσήσει αισθήματα, να μας εισάγει στον κόσμο της βαθύτερης συγκίνησης. Αυτό μόνον η μουσική μπορούσε να το προσφέρει άμεσα και δυναμικά. Το κατάλαβα όταν πρωτοήλθα σε επαφή μαζί της.
Όταν κάτι σε γοητέψει, σε μαγέψει και σε ταράξει, γεννάει ταυτόχρονα και μια έντονη επιθυμία να το περιεργασθείς, να εισχωρήσεις στο βάθος της ουσίας του, να αγγίσεις τον εσώτερο παλμό του, να ταυτιστείς μαζί του, να υμνήσεις το κάλλος του και ταυτόχρονα να το προστατέψεις· ακόμα και να το ανανεώσεις.
Αυτό συνέβη και σ’ εμένα όταν ήλθα για πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική. Γνώρισα τον κόσμο των Ήχων. Δεν ήταν θόρυβοι, ήτανε κινήσεις της ψυχής που σε βοηθούσαν να εκφράσεις αυτό που αισθάνεσαι. Αυτή η γλώσσα μπορούσε να σε απελευθερώσει. Παράλληλα με την συγκίνηση μπορούσε να προκαλέσει και βαθιά ευχαρίστηση.
Ξεσπούσαν τα αισθήματα και ουσιαστικά σου αποκαλύπτονταν οι παλιότερες μορφές ύπαρξης, που ζητούσανε απεγνωσμένα επαφή μαζί σου και με τις νεότερες γενιές. Από εκεί μπορούσες να καταλάβεις πως ακούγοντας ή συνθέτοντας μουσική, αν είχες το χάρισμα, μπορούσες να κατακτήσεις μια μορφή ακραίας ελευθερίας και μια ανάταση ψυχική που δεν καλύπτεται από καμία γνώση. Δυστυχώς η μουσική δεν μπορεί να λειτουργήσει σε άτομα που δεν διαθέτουν αισθήματα, δεν διαθέτουν αισθητική ευφυία.
Για όλους τους παραπάνω λόγους έγειρα στη μουσική· και πιο συγκεκριμένα στην Ελληνική. Ξέρουμε ότι ο κάθε λαός παράγει την δική του μουσική. Έχει έναν δικό του τρόπο να εκφράζεται και αυτό επηρεάζεται από την διαφορετική γλώσσα που μιλάει. Ακόμη και από τον τρόπο που σκέφτεται.
Η ποιότητα της μουσικής που παράγεται εξαρτάται από την μουσική ευφυία που διαθέτει ένας λαός. Μπορεί να εκφρασθεί και μέσω του χορού με κινήσεις. Όμως αυτή η επικοινωνία είναι συμπληρωματική και εύκολη μια και απευθύνεται κυρίως στο ένστικτο. Παρ’ όλα αυτά οι δύο αυτοί τομείς είναι συγγενείς, γιατί και η κίνηση είναι σεβαστή ανάγκη της ψυχής. Γι’αυτό και συνεργάζονται μεταξύ τους.
Με άγγιξε η ελληνική μουσική, γιατί παρουσίαζε ευφυείς τροπές στις μελωδίες της. Μου έδινε την εντύπωση ότι κρατούσε τον παλαιικό χαρακτήρα της που έγερνε πάντα προς την ανατολή. Αυτό γιατί τηρούσε τους πανάρχαιους Δρόμους (Μακάμια) που η ανατολή, ως κοιτίδα των μεγάλων επινοήσεων, είχε εφεύρει και καλλιεργήσει φέρνοντάς τους σε υψηλό επίπεδο.
Αυτούς τους δρόμους η ελληνική ψυχή κατάφερε μέσα στους αιώνες να τους εξελληνίσει. Να αποβάλει κάθε τι μουσουλμανικό που εξέπεμπαν και να τους προσαρμόσει στο ελληνικό ήθος. Να τους υποτάξει στο μέτρο και στην δικιά της αντίληψη για το ωραίο. Με τα πρώτα ακούσματα ξύπνησαν κάποιες προγονικές φωνές που κρύβονταν μέσα μου, που με συνάρπασαν και τάχθηκα να την υπηρετήσω.
Ακούγοντας τον ήχο του μπουζουκιού και άλλων παραδοσιακών μουσικών οργάνων, ποιες εικόνες και βιώματα σάς έρχονται στο νου από παλαιότερες εποχές;
Από τα όργανα που εξέφραζαν αυτή την μουσική στάθηκα σε δύο ιδιαίτερα: Στο μπουζούκι και στο λαγούτο. Είναι συγγενικά όργανα μια και ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Βέβαια διαφέρουν στο μέγεθος και έχουν διαφορετικά κουρδίσματα το καθένα. Είναι και τα δύο ήσυχα όργανα· δεν φωνάζουν όπως τα πνευστά. Σε καλούν να τεντώσεις το αυτί σου για να τα ακούσεις, να αφουγκρασθείς αυτό το μυστηριώδες που εκπέμπουν.
Η καταγωγή τους προηγείται των μεσαιωνικών χρόνων και αγγίζει την αρχαιότητα. Βέβαια τότε οι μορφές τους διέφεραν. Το μπουζούκι ήταν μικρότερο και σκαφτό και το ονόμαζαν πανδουρίδα. Στα μεσαιωνικά χρόνια και στο δημοτικό τραγούδι ονομάζεται «τζιβούρι». Η σημερινή του ονομασία από ότι φαίνεται είναι τουρκικής προέλευσης.
Μολονότι οι Τούρκοι στην δική τους μουσική δεν χρησιμοποίησαν ελληνικό μπουζούκι. Υποπτεύομαι πως την ονομασία αυτή την έδωσε κάποιος Έλληνας, για να προσδώσει μειωτικό χαρακτήρα στο όργανο αυτό. Πιθανόν κάποιος αστός δυτικοτρεφής που άκουγε όπερες και οπερέτες και γλυκανάλατες μαντζοροκαντάδες να ενοχλήθηκε από τη χροιά του ήχου του που του φάνηκε χαλασμένος και βραχνός (Στα τουρκικά σημαίνει «χαλασμένο»). Γι’ αυτό του έδωσε αυτό το κακόηχο και δυσκολοπρόφερτο όνομα που περιέργως καθιερώθηκε μια και δεν βρέθηκε κανείς να το αλλάξει.
Εμένα αντίθετα με γοήτεψε αυτό το χάλασμα, τόσο για τη χροιά του, όσο και για τις μελωδίες που έπαιζε. Με την μορφή που το ξέρουμε εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Είχε ήδη επηρεαστεί από τεχνικές ιταλικές στην κατασκευή του, κρατούσε όμως την μακριά του ταστιέρα.
Παράλληλα είχε ξεφύγει από τις επιρροές του τούρκικου ταμπουρά και ήταν έτοιμο να εκφράσει το σύγχρονο ελληνικό πνεύμα. Φέρνω στο μυαλό μου μια γκραβούρα (από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Τα ρεμπέτικα τραγούδια») που ζωγράφισε ξένος περιηγητής στην Ελλάδα κοντά στα 1800 και δείχνει έναν νησιώτη που κρατάει ένα μπουζούκι με μακρύ λαιμό και περιφέρεται σε διάφορα μέρη για να δώσει παραστάσεις επιδεικνύοντας την τέχνη του.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτού του τύπου οι τροβαδούροι κράτησαν ζωντανές τις παλιότερες μουσικές και τις μετάδωσαν και στους νεότερους. Όταν ένας ταλαντούχος μουσικός επισκεπτόταν μια πόλη ή ένα χωριό για να δώσει μια παράσταση με τη μουσική και τα τραγούδια του κοινοποιούσε την τέχνη του. Οι ντόπιοι μουσικοί που συγκινούνταν από κάποιο τραγούδι του έσπευδαν να το αντιγράψουν και να το κάνουν δικό τους. Το συμπεριλάμβαναν στο ρεπερτόριό τους και το οικειοποιούνταν.
Έτσι κτίσθηκε η δημώδης μουσική στα χωριά και τις κωμοπόλεις. Με κλέψιμο. Τα ονόματα των πρώτων συνθετών αγνοήθηκαν και ξεχάστηκαν. Τα τραγούδια παρέμειναν ανώνυμα. Δεν μπορώ να δεχθώ την αφελή άποψη ότι το δημοτικό τραγούδι συντέθηκε ομαδικά από τους ανθρώπους ενός χωριού ή μιας κωμόπολης. Μόνο προικισμένοι άνθρωποι μπορούν να συνθέσουν και αυτοί δεν είναι πολλοί. Αυτή την άποψη την στερέωσα μέσα μου όταν άκουσα την ίδια μελωδία να εμφανίζεται ως δημοτικό της Νιγρίτας, της Αρναίας και της Πελοποννήσου.
Μια άλλη εικόνα που μου έρχεται από τα μαθητικά χρόνια είναι αυτή της πρώτης τάξης του Λυκείου με πενήντα παιδιά.Τα σαρανταεννέα ακούν Μπητλς, Ρόλλινγκ Στόουνς και αμερικάνικο ροκ εντ ρολλ. Ελάχιστοι Τζάζ. Ανάμεσά τους εγώ, ο πεντηκοστός, ηχώ παράταιρα και αναχρονιστικά με τα ελληνικά μοτίβα που ακούω, τα λαϊκά, τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα. Πόσο μάλιστα με το μπουζούκι που παίζω! Με κοιτάζουν επιφυλακτικά. Τους σκανδαλίζει η διαφορετική μου στάση. Ποιος είναι αυτός ο περίεργος και πού στηρίζει τη θέση του αυτή;
Όμως εμένα δεν με είχε πείσει αυτό το ρεύμα. Πριν το απορρίψω προσπάθησα να δω, αν κρύβει κάτι ενδιαφέρον μέσα του. Τρεις μελωδίες ξεχώρισα όλο κι’ όλο. Το οργανικό «Απάτσι» των Σάντοους, «το Γέστερντεϊ», των Μπήτλς και το «Νύχτες στο λευκό σατέν» των Μούντι μπλούζ. Όλες οι άλλες μου φάνηκαν άτονες και χλιαρές μελωδίες που αρκούνταν να βασιστούν κυρίως στο ρυθμικό μέρος και στις ηλεκτρικές κιθάρες. Προσπαθούσαν να επιβληθούν με την ένταση. Δεν άκουγα ενδιαφέρουσες ψυχικές ανάσες.
Ήταν η εποχή που η παντοδύναμη αγγλοαμερικανική κουλτούρα είχε σαρώσει τα πάντα. Ο φτωχός πολιτισμός μας κινδύνευε να υποταγεί από τους ισχυρότερους οικονομικά και τεχνολογικά αυτούς πολιτισμούς. Ήδη οι νέες γενιές είχαν υποκύψει στον εισβολέα. Με κύριο όπλο το ραδιόφωνο προσπαθούσε να γοητέψει τα αφελή νιάτα που παραδίδονταν εύκολα στην γοητεία του. Και με τον ρυθμό που πηγαίναμε θα είχαμε ήδη υποταχθεί πλήρως, αν το ελληνικό πνεύμα δεν απαντούσε σ’ αυτή τη λαίλαπα.
Ευτυχώς η ελληνική ψυχή ξεκίνησε ορεξάτη να προχωρήσει στο μέλλον. Μετά από περίοδο πολέμων και στερήσεων είχε τη δύναμη να ξανασυναντήσει τον εαυτό της, να τον ξαναστήσει όρθιο και να τον προσγειώσει στην νέα εποχή που ξεκινούσε. Δώσαμε την απάντησή μας στους Αγγλοαμερικάνους. Γράψαμε τραγούδια που μας ταιριάζουν. Εμφανίσθηκαν νέοι ταλαντούχοι συνθέτες (γι’ αυτούς θα μιλήσω σε άλλες στιγμές) που βασίστηκαν πάνω στους παλιούς ήχους και κατάφεραν να αγγίξουν τις νεότερες γενιές.
Παράλληλα ηχογραφήθηκαν κάποιες διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών που οδήγησαν τον κόσμο να τα ξαναπλησιάσει. Έτσι ξεκινάει η καινούρια ελληνική κουλτούρα που από το 1960 μέχρι το τέλος του αιώνα μεγαλουργεί. Το χέρι τους βέβαια έβαλαν και οι ποιητές που στάθηκαν στο ύψος τους και συγκίνησαν την ελληνική ψυχή με ωραίους στίχους. Τότε είχαμε καταφέρει να ξεφύγουμε! Δεν ξέρω, αν σήμερα μπορέσουμε να το πετύχουμε αυτό! Όσο για τους σαρανταεννέα μαθητές, μου έδωσαν την εντύπωση πως συνέχισαν τη ζωή τους ανυποψίαστοι για αυτό που αληθινά συμβαίνει.
Μαζί με τον Αργύρη Μπακιρτζή ιδρύσατε στη δεκαετία του ’60, το συγκρότημα «Χειμερινοί Κολυμβητές». Ανατρέχοντας στο «σεντούκι» με τις αναμνήσεις, ποιες είναι οι στιγμές που ξεχωρίζετε;
Με τα χρόνια η μνήμη αδυνατίζει και δεν θυμάσαι πολλές λεπτομέρειες από το παρελθόν. Όμως μια ερώτηση, όταν διατυπωθεί κατάλληλα, μπορεί να ξεσηκώσει αναλαμπές που την κάνουν να σκιρτήσει και να φωτισθεί.
Πράγματι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και πιο συγκεκριμένα το1966 είχα την τύχη να γνωριστώ με τον Αργύρη Μπακιρτζή. Δεν αρκεί να ψάχνεις ανθρώπους σημαντικούς στη ζωή σου. Πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία που θα σε φέρει κοντά τους. Γνωριστήκαμε λοιπόν στο πάρτι που οργάνωσε η αδελφή μου ως φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής και κάλεσε κάποιους συμφοιτητές της στο σπίτι μας.
Ήταν η πρώτη στιγμή που μοιραία έρχεται στο μυαλό μου. Ο Αργύρης, όταν έμαθε ότι παίζω μπουζούκι, εξέφρασε την επιθυμία να γνωριστούμε καλύτερα. Έτσι χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε να συνεργαζόμαστε. Μας χώριζαν τέσσερα χρόνια περίπου στην ηλικία. Κάτι που για την εποχή εκείνη δούλευε αρνητικά. Συνήθως οι μεγαλύτεροι αδιαφορούσαν για τους μικρότερους και δεν τους καταδέχονταν. Ευτυχώς ο Αργύρης δεν είχε τέτοια κωλύματα. Με δέχτηκε ισότιμα στην παρέα του και μου πρόσφερε γενναιόδωρα τη φιλία του.
Από τότε άρχισε η συνεργασία μας που κράτησε τριάντα χρόνια. Με πήρε μαζί του ως μεγαλύτερος και με γύριζε σε κάποια στέκια της εποχής όπου παιζόταν λαϊκή μουσική. Ακούγαμε διάφορους τραγουδιστές και παίχτες. Ο ίδιος ο Αργύρης ως μεγαλύτερος και πιο εξοικειωμένος με το λαϊκό γλέντι, ακολουθούσε το τυπικό και προέβαινε σε παραγγελίες στην ορχήστρα. Χόρευε και ωραίο Χασάπικο.
Εικόνες από τέτοιες στιγμές υπάρχουν αρκετές ζωντανές ακόμη μέσα μου. Είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να διεισδύει μέσα στους ανθρώπους και να γίνεται αποδεκτός. Εκείνη την περίοδο άρχισε η αυτοδίδακτη σπουδή μας. Παράλληλα αγοράζαμε πάσης φύσεως δίσκους πικάπ ή γραμμοφώνου. Ακούσαμε πολύ ελληνική μουσική και σιγά-σιγά αρχίσαμε να την αφομοιώνουμε. Χωρίς να το καταλάβουμε η μουσική είχε γίνει μέσα μας Ιδέα.
Αφού ακούσαμε πολύ, άρχισε το στάδιο του παιξίματος. Θυμάμαι το διαμέρισμά του, γωνία Αγίου Δημητρίου και Γεωργίου Γούναρη. Σ’ αυτό το ρετιρέ περάσαμε αρκετά χρόνια παίζοντας, εγώ μπουζούκι και εκείνος μικρό μπαγλαμά, που το ονομάζαμε τζουραδάκι. Είχα εγκαταλείψει τις νότες, που δεν με κάλυπταν, και έπαιζα μόνον πρακτικά. Σ’αυτές τις λίγες γνώσεις, που είχα ανακαλύψει, προσπάθησα να τον μυήσω.
Με εξέπληττε το πόσο γρήγορα έμπαινε στο κλίμα. Κάποια στιγμή, απρόσμενα, πέρασε στη σφαίρα της σύνθεσης. Του είχα δείξει έναν Δρόμο τον λεγόμενο, Χετζάζ και την άλλη μέρα πέρασε από το σπίτι μου για να μου δείξει ένα τραγούδι που έγραψε ακολουθώντας τα βήματα αυτού του δρόμου. Εντυπωσιάστηκα από την αμεσότητα και τη φρεσκάδα του.
Το ντουέτο μας σύντομα έγινε τρίο με την έλευση του Σταμάτη Χονδρογιάννη. Έπαιζε ωραία κιθάρα και περάσαμε καλές στιγμές μαζί. Όταν πήρε το πτυχίο του, έφυγε στην πατρίδα του την Ζάκυνθο και τη θέση του κατέλαβε ο Κώστας Σιδέρης, συμπατριώτης μου από την περιοχή της Φλώρινας και μακρινός συγγενής μου. Μέσα σ’ αυτά λοιπόν τα δεκατέσσερα περίπου χρόνια, που η ομάδα μας δεν είχε ακόμα όνομα, ολοκλήρωσε ο Αργύρης τις συνθέσεις του και με αυτή την μορφή φθάσαμε στον δίσκο.
Αισθανόμασταν και ήμασταν ερασιτέχνες και αυτήν την ταυτότητα θέλαμε να την διατηρήσουμε, γιατί μας επέτρεπε να κινηθούμε πιο ελεύθερα. Επίσης μέσω αυτής δείχναμε πως δεν διεκδικούμε τίποτε εξουσιαστικό. Στοχεύαμε μόνο να προσφέρουμε κάτι καλό στον τόπο μας. Να τιμήσουμε τη γενιά μας.
Θα ολοκληρώσω τον τομέα αυτόν των εμπειριών του παρελθόντος εστιάζοντας για λίγο στο 1980. Ήταν η χρονιά που ηχογραφήσαμε τον πρώτο μας δίσκο με τίτλο «Χειμερινοί Κολυμβητές». Όλα τα τραγούδια, όπως και οι στίχοι, ήταν εμπνεύσεις του Αργύρη. Δεν είναι της ώρας να κάνω αισθητική ανάλυση των τραγουδιών. Σε μια άλλη δοθείσα ευκαιρία θα μιλήσω και γι’ αυτό. Το σίγουρο ήταν πως διακρίνονταν για τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία τους, παράλληλα με ένα πνευματικό περιεχόμενο που εξέπεμπαν.
Πίστεψα σ’ αυτά και τα στήριξα όσο μπορούσα. Μέχρι τότε ήμασταν οπαδοί των μικρών μουσικών σχημάτων. Όταν μπήκαμε στο στούντιο, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, κυριάρχησε μια ανασφάλεια. Ο Κώστας Σιδέρης πρότεινε να εμπλουτίσουμε το σχήμα προσθέτοντας ένα κοντραμπάσο, για να γεμίσει ο ήχος. Έτσι ο ηχολήπτης, (ο συγχωρεμένος Νίκος Παπάζογλου) πρότεινε τον Μιχάλη Σιγανίδη και εκείνος με τη σειρά του τον κλασικό βιολιστή Δημήτρη Πολυζωίδη. Έτσι από τρεις γίναμε πέντε. Το σχήμα διευρύνθηκε και με αυτή μορφή ηχογραφήθηκε ο δίσκος.
Στο δεύτερο μέρος του δίσκου πρότεινα να παίξει κιθάρα ο εξαίρετος κιθαρίστας και μετέπειτα κουμπάρος μου Γιώργος Ταμκατζόγλου, γιατί ο Κώστας Σιδέρης, σαν δικηγόρος, είχε επαγγελματικές υποχρεώσεις. Θυμάμαι αυτές τις στιγμές στο στούντιο ηχογράφησης που προσπαθούσαμε να εξισορροπήσουμε αυτές τις δύο τάσεις, την παλιά μορφή με τη νέα. Το λαϊκό με το έντεχνο. Σε αυτήν τη συνύπαρξη βοήθησε ο διττός χαρακτήρας των συνθέσεων του Αργύρη, που άλλες ήταν λαϊκές και άλλες πιο δυτικότροπες, πιο ελαφρές. Αυτήν την αμηχανία, αυτήν την αβεβαιότητα κατέγραψα μέσα μου από εκείνη την περίοδο. Δεν ήξερα αν η διεύρυνση ήταν για καλό ή για κακό.
Τελικά εμφανισθήκαμε με την νέα μορφή και τα πράγματα κύλησαν κανονικά. Εδώ θυμάμαι το παιχνιδάκι που μου έπαιξε ο Αργύρης καθώς έστρεψε τον φωτογραφικό φακό πιο πολύ σ’ εμένα παρά σ’ εκείνον. Έτσι πολλοί, βλέποντας το δίσκο, νόμιζαν ότι εγώ είμαι ο Μπακιρτζής. Ευτυχώς γρήγορα το πράγμα ξεκαθάρισε και απαλλάχτηκα από τη θέση του πρωταγωνιστή. Ο δε τίτλος μας επιβλήθηκε από τα πράγματα. Δεν τον διαλέξαμε οι ίδιοι· προήλθε από το ομώνυμο τραγούδι. Θα αρκεσθώ σ’ αυτές τις μνήμες που διακριτικά φωλιάζουν μέσα μου από την προ συγκροτήματος περίοδο.
Πώς πήρατε την απόφαση, μετά από αρκετά χρόνια ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση, να αφοσιωθείτε στην κατασκευή έγχορδων μουσικών οργάνων;
Το πώς από μουσικός και φιλόλογος βρέθηκα οργανοποιός, το εξηγώ, αρκετά διεξοδικά πιστεύω, στο πρώτο και τελευταίο βιβλίο της ζωής μου, που εδώ και ένα χρόνο ετοιμάζεται να εκδοθεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Έχει τίτλο «Η άλεξη γλώσσα των ξύλων».
Πριν γίνω επαγγελματίας οργανοποιός, ασχολούμουν ερασιτεχνικά με την κατασκευή μουσικών οργάνων. Πώς έγειρα εκεί; Σαν μουσικός ήθελα να έχω όργανο ιδανικό, που να λειτουργεί σαν προέκταση του εαυτού μου. Να μου δίνει τις δυνατότητες να το εξαντλήσω! Να αντέχει τα σκληρά και παθιασμένα απαιτητικά παιξίματα! Παράλληλα να μπορεί να αποδώσει και τα μαλακά περάσματα! Να με ακολουθεί πιστά και να με μεθά με το ηχόχρωμά του. Κυρίως να μπορεί να φανερώσει το ξέσπασμα της ψυχής! Ακόμη και να μου ανοίξει δρόμους για ωραίες συνθέσεις!
Τελικά ζητούσα το αδύνατο. Όσες παραγγελίες κι’ αν έκανα δεν μου κάλυπταν αυτές τις απαιτήσεις. Απευθύνθηκα σε καλούς μαστόρους που πραγματικά ήταν άξιοι στον τομέα τους (γι’ αυτούς θα μιλήσω, αν ακόμη ζω, σε άλλα κείμενά μου). Δεν μπόρεσα να γευθώ αυτό που ήθελα. Έτσι μου γεννήθηκε η παρόρμηση να αποπειραθώ μόνος να κατασκευάσω. Το αποφάσισα και μέσα από κοπιώδη και χρόνια αυτοδιδαχή κατάφερα κάτι να κάνω.
Όταν λοιπόν ήλθε η ώρα να επεξεργαστώ και να ηχογραφήσω τον πρώτο μου δίσκο το1994, είχα ήδη όργανα δικής μου κατασκευής για να παίξω σ’ αυτόν. Ζήτησα ένα χρόνο άδεια άνευ αποδοχών για να μπορέσω να ολοκληρώσω το μικρό μου καλλιτεχνικό επίτευγμα. Κάποιοι τυραννικοί γραφειοκράτες του υπουργείου Παιδείας που ήταν αρμόδιοι γι’ αυτές τις άδειες, σεντουκιασμένοι, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, χωρίς ίχνος ευαισθησίας για τα καλλιτεχνικά πράγματα απέρριψαν παταγωδώς την αίτησή μου.
Σκέφτηκα, ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που παίρνουν αποφάσεις για την παιδεία οχυρωμένοι πίσω από διοικητικές θέσεις στο υπουργείο! Αυτούς εμπιστευθήκαμε και τους δώσαμε την εξουσία για να χαράξουν την πορεία της μόρφωσης των παιδιών μας; Πόσο στεγνές και ζηλόφθονες ψυχές πρέπει να είναι, χωρίς καμία ευαισθησία για οτιδήποτε ωραίο! Μου φάνηκε αδύνατο να συνυπάρξω μαζί τους και να δουλεύω κάτω από την εξουσία τους. Έτσι υπέβαλα την παραίτησή μου από την δημόσια Παιδεία.
Με το που θυμήθηκα εκείνη την περίοδο μου ήλθαν αυθόρμητα κάποιοι στίχοι που έγραψα τότε φορτισμένος από το κλίμα εκείνων των ημερών.
Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ (25-5-1993)
Μεσ’στη ζωή πατώ γερά.
Και τ’ όχι το χω για να σώζω την τιμή μου.
Κι’ αν η ψευτιά του υπάλληλου με απειλεί ξανά,
με πιάνει η λεβεντιά και υποβάλλω την παραίτησή μου!
Το χω τονίσει μέσα μου με διάφορες φωνές
πως μόνο ένας έλεγχος θα μ’ οδηγεί τη μέρα.
Δεν θα ναι αυτός του ανώτερου και του επιθεωρητή.
Θαν’ της καρδιάς το μάλωμα και του μυαλού η φοβέρα!
Δεν θα δεχθώ ξανά μίσθια υπαλληλικά.
Τα χρόνια μου τα ξόδεψα φωνάζοντας μεσ’ σε σχολεία.
Τώρα που βλέπω την αλήθεια μου πολύ πιο καθαρά,
θ’ αποκαλώ ομορφιά τη μέρα μου και τη δουλειά δουλεία!
Αυτή η παραίτηση μου έδωσε τη δυνατότητα να αφιερωθώ στη μουσική και την οργανοποιία. Δεν ήθελα να βιοποριστώ από τη μουσική. Δεν μου ταίριαζε ο ρόλος του διασκεδαστή, επειδή απαιτούσε πολλούς συμβιβασμούς. Έτσι κατέληξα επαγγελματίας οργανοποιός. Για τα βάσανα που τράβηξα εκεί, μιλάω πιο διεξοδικά στο βιβλίο μου.
Έχετε επιλέξει να προωθείτε τη δουλειά σας χωρίς τυμπανοκρουσίες και εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης. Πώς είναι εφικτό κάτι τέτοιο, στην εποχή της εικόνας και της υπερπροβoλής;
Αυτό και το επέλεξα και μου επιβλήθηκε. Στο σκληρό μουσικό στερέωμα της χώρας μας τα πράγματα είναι αμείλικτα. Η μουσική είναι άμεσα συνδεδεμένη με το εμπόριο. Αν το υλικό σου κριθεί αντιεμπορικό, είσαι καταδικασμένος να παραμείνεις στην αφάνεια, άσχετα από την αληθινή αξία του έργου σου. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε τότε. Και εννοώ την περίοδο 1994-1996, που ηχογράφησα τους δύο πρώτους μου δίσκους.
Καμιά φορά οι άνθρωποι διαχωρίζουν τα πράγματα πολύ αυστηρά μέσα τους. Θέλουν να σε βλέπουν στον ρόλο που σε συνήθισαν. Δεν διανοούνται ότι μπορείς να εμφανισθείς με άλλη ταυτότητα. Δεν σου το επιτρέπουν. Πιθανώς μπερδεύονται από αυτή την αλλαγή καταστάσεων. Ενοχλούνται. Έτσι, ενώ προωθούσαν και αγόραζαν τους δίσκους του συγκροτήματος, αδιαφορούσαν για το δικό μου υλικό .Ήθελαν να με βλέπουν μόνο ως μέλος των «Κολυμβητών» να παίζω μπουζούκι και να συνοδεύω τον Αργύρη φωνητικά. Έκανα απόπειρες να εμφανισθώ και λίγοι άνθρωποι έρχονταν στις συναυλίες μου. Τότε κατάλαβα πως τόσα χρόνια δουλειάς και αφοσίωσης δεν μου είχαν προσφέρει καμιά επωνυμία, δεν μου είχαν ανοίξει κανέναν δρόμο.
Στο συγκρότημα δεν χωρούσαμε δύο συνθέτες. Έτσι εκ των πραγμάτων ξεκίνησα πάλι σαν άγνωστος. Ευτυχώς βρέθηκε ο Γιώργος Τσακαλίδης ,ιδρυτής της εταιρίας «Άνω-Κάτω» Ρέκορντς που εκτίμησε το υλικό μου και δέχτηκε να το εκδώσει. Έμεινα στο συγκρότημα μέχρι το 1996 και μετά αποχώρησα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Αργύρη να με κρατήσει.
Στη διάσπασή μας έπαιξε ρόλο και η δισκογραφική εταιρία «Λύρα» που τότε ρύθμιζε τα μουσικά πράγματα στη Θεσσαλονίκη. Είναι αλήθεια πως δεν επιδίωξα να εμφανισθώ στα μέσα ενημέρωσης. Διαφωνούσα με τον τρόπο που συνήθιζαν να προβάλλουν έναν καλλιτέχνη. Ήθελαν να πουλήσουν την εικόνα σου και ταυτόχρονα να σε ελέγξουν. Για να γίνεις ελκυστικός σ’ αυτά έπρεπε να ξεσηκωθεί τρομερός ντόρος γύρω από το όνομά σου ή να σε προωθήσουν άνθρωποι ισχυροί. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την ουσία της τέχνης σου. Έπρεπε να παίξεις το παιχνίδι τους. Να σε κάνουν δικό τους.
Οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου έκριναν την καλλιτεχνική σου δύναμη από το πόσες φορές σε βλέπαν να εμφανίζεσαι στην τηλεόραση. Με μια αφελή κυνικότητα σε καθήλωναν δηλώνοντάς σου ότι δεν «πουλάει» αυτό που κάνεις. Άλλοι πάλι σε φοβούνταν καλλιτεχνικά και προσπαθούσαν να σε αγνοήσουν, να σε κρύψουν, να σε εξαφανίσουν. Κάποιες φορές αισθάνθηκα να εισπράττω τέτοια αισθήματα από ομότεχνους καλλιτέχνες.
Δεν μου έμενε παρά να προωθήσω μόνος το υλικό μου που με έπνιγε και δεν με άφηνε να ησυχάσω. Δεν με ενδιέφερε η δόξα, ούτε η εξουσία που προέρχεται απ’ αυτήν. Ούτε να πλουτίσω ήθελα, ούτε να προβληθώ. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο να απελευθερώσω την τέχνη μου και ταυτόχρονα να επικοινωνήσω με κάποιους αισθαντικούς ανθρώπους. Δυσκολεύτηκα, γιατί τότε ακόμη ρύθμιζαν τα μουσικά πράγματα εκείνοι που δεν άκουγαν.
Ω του θαύματος, άρχιζε να αλλάζει η εποχή. Εμφανίσθηκε η ψηφιακή τεχνολογία που μας απελευθέρωσε από το μέχρι τότε φασιστικό καθεστώς που επικρατούσε στα μουσικά πράγματα διεθνώς. Αυτή η καινούρια εποχή μου επέτρεψε να ηχογραφήσω μόνος το υλικό μου και να το διανείμω όπως θέλω.
Τα νέα ψηφιακά δεδομένα με απάλλαξαν από την εξάρτηση της εικόνας και της προβολής. Σ’αυτόν τον νέο κόσμο των υπολογιστών αισθάνεσαι πως ανοίγει ένα παραθυράκι και για εσένα. Παρά τα προβλήματά της η νέα κατάσταση δείχνει να είναι πιο ελεύθερη, πλουραλιστική. Ταυτόχρονα είναι και χαώδης. Αυτό πρέπει να το προσέξει κανείς. Αν μη τι άλλο όμως προσφέρει απρόσμενες ελευθερίες, ευκαιρίες και δυνατότητες.
Χρειάστηκε να κάνετε κάποιες θυσίες, επιλέγοντας αυτόν τον τρόπο δράσης;
Στην ουσία αυτός ο δρόμος που ακολούθησα είναι ο δρόμος του πνευματικού περιθωρίου! Πρέπει να είσαι έτοιμος να τον ακολουθήσεις. Αναγκαστικά θα πας εκεί, όταν η εποχή σου ακολουθήσει τον βόρβορο της παρακμής και του πνευματικού θανάτου. Και φυσικά θα θυσιάσεις κάτι από εσένα για να μείνεις εκεί.
Αποσύρεσαι όταν γύρω σου αισθάνεσαι πολύ θόρυβο που σε ενοχλεί. Αναχωρείς και χάνεσαι από την ελαφρότητα της ομάδας, της κοινωνίας. Απομακρύνεσαι από το σύγχρονο γίγνεσθαι και την επικαιρότητα. Ξεχνιέσαι και ησυχάζεις. Αντιλαμβάνεσαι πιο καθαρά τη ματαιότητα των εφήμερων δράσεων. Και μέσα σ’ αυτήν την ησυχία συναντάς πράγματα συναρπαστικά.
Δεν είναι πράξη θυσίας για εμένα το ότι προχωράω σ’ έναν παράδρομο πλάι από το ποτάμι που παρασύρει τους άλλους στη θάλασσα. Μάλλον για κίνηση ελευθερίας μου μοιάζει! Φρενάρω όποτε θέλω και καμιά φορά απογειώνομαι. Και έτσι μετέωρος αδειάζω και χάνομαι στην ύπαρξη.
Η πιο πρόσφατη δισκογραφική παραγωγή σας έχει τον τίτλο «Σεντουκιασμένοι φλώροι». Μια έννοια, που παραλληλίζετε με το σύγχρονο άνθρωπο. Εξηγήστε μας το σκεπτικό σας.
Αναφέρομαι σε μια πανάρχαια τάση του ενστίκτου να λησμονεί, να προσαρμόζεται, να συνηθίζει. Ο νόμος της προσαρμογής καθορίζει αποφασιστικά τη ζωή. Παράλληλα διακρίνω και μια άλλη ανάγκη του ανθρώπου για απόκτηση ταυτότητας. Αυτά τα δύο μπλέκονται στον προβληματισμό του τραγουδιού που φέρει τον τίτλο «Σεντουκιασμένοι φλώροι».
Η σκέψη μου ξεκινάει απ’ τα πουλιά. Έχω αδυναμία στο κελάηδημα και πάντα είχα πουλιά για να απολαμβάνω το τραγούδι τους. Πιο συγκεκριμένα έγερνε η προτίμησή μου στους φλώρους, αυτό το καφεπρασινοκίτρινο πουλί που οι φωνές του πλησιάζουν πολύ τους ήχους της φύσης. Έχει κάτι το πρωτόγνωρο, το άγριο και το στριγγλιάρικο, καθώς καλεί το ταίρι του την άνοιξη. Είναι φοβητσιάρικο πουλί και δεν συνηθίζει εύκολα την αιχμαλωσία. Έτσι, αφού αιχμαλωτισθεί, παύει να κελαηδάει.
Υπάρχουν και κάποια πουλιά πιο προσαρμοστικά που συνεχίζουν το τραγούδι τους και σε συνθήκες σκλαβιάς. Αυτά τη γλυτώνουν. Για τα άλλα οι σκληροί πουλιατζήδες εφαρμόζουν την τεχνική του σεντουκιάσματος. Ποιος είναι ο στόχος; Το πουλί να μείνει για κάποιο διάστημα στο σκοτάδι κλεισμένο σε ένα σεντούκι. Εκεί μέσα σε ακραίες συνθήκες στρεσαρίσματος ξεχνάει τον παλιό του εαυτό, ηρεμεί, αλλάζει πτέρωμα και βγαίνει έχοντας μια καινούρια προσωπικότητα. Ξεκινάει την νέα του ζωή κελαηδώντας, μη υποπτευόμενο το παρελθόν του. Το φυσικά άγριο απομακρύνεται και επικρατεί πάνω του το βλέμμα του υποταγμένου και του ανέμελου που πια τραγουδάει χαρούμενα.
Πολλά σεντούκια κυκλοφορούν και στην ανθρώπινη ζωή που περιμένουν να σ’ αρπάξουν και να σε κλείσουν μέσα τους. Σ’ άλλα μπαίνουμε με τη θέλησή μας και σ’ άλλα αναγκαστικά. Όταν γεννιόμαστε, είμαστε άδειοι πίνακες (Tabula rasa). Είμαστε ακόμη αδιαμόρφωτοι. Κουβαλάμε μέσα μας ένα σωρό τάσεις και ιδιότητες. Έχουμε κληρονομήσει διάφορα χαρακτηριστικά από μακρινούς προγόνους. Αυτά θα καθορίσουν τις κινήσεις μας στη ζωή.
Συχνά οι γονείς εκπλήσσονται, όταν διαπιστώνουν πόσο διαφορετικά από αυτούς είναι τα παιδιά που γέννησαν. Κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να συγκροτήσουν ένα χαρακτήρα επεμβαίνοντας πάνω στις τάσεις τους, διαμορφώνοντάς τες σε μια θετική κατεύθυνση. Έτσι ολοκληρώνουν ένα χαρακτήρα συγκροτημένο που δεν χρειάζεται την παρέμβαση των άλλων για να διαμορφωθεί. Είναι έτοιμοι για τη ζωή έχοντας ανακαλύψει τις αξίες και έχοντας χαράξει με σιγουριά έναν δρόμο.
Αυτοί δεν χρειάζονται την παρέμβαση των άλλων για να πορευτούν στο βίο τους. Είναι ώριμοι εκ γενετής. Ξέρουν τι θέλουν και παράλληλα μπορούν να αποφεύγουν τις κακοτοπιές. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει είναι ότι προσέχουν να κρατήσουν αλώβητο όποιο στοιχείο τους κρίνουν πως είναι πολύτιμο γι’ αυτούς. Έχουν ήδη διαμορφώσει μια ώριμη ταυτότητα που τους καθοδηγεί. Αυτοί δεν σεντουκιάζονται, είναι αυτόνομοι. Αισθάνονται ως υπέρτατο αγαθό τους την ελευθερία.
Οι υπόλοιποι που παραπαίουν κάπως και δεν ξέρουν πού να κατευθύνουν τις κινήσεις τους, χρειάζονται καθοδήγηση. Αλλιώς, ξοδεύονται κινούμενοι αδέξια εδώ και εκεί δυσκολεύοντας τη ροή των πραγμάτων. Για να αποφύγουν λοιπόν αυτή την άσκοπη υπερκινητικότητα, που δεν καταλήγει πουθενά, οι προηγούμενες γενιές (οι παππούδες και οι προπάπποι και συλλήβδην η κοινωνία) εφηύραν τα σεντούκια.
Τα σεντούκια μπορούμε να τα χωρίσουμε σε ανώδυνα και επώδυνα. Ανώδυνο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το σεντούκι της εκπαίδευσης όπου οι νέοι άνθρωποι διδάσκονται τους κανόνες της συμβίωσης. Ταυτόχρονα εφοδιάζονται με πολλές πληροφορίες άλλες χρήσιμες και άλλες άχρηστες. Εκεί η κάθε κοινωνία μαθαίνει στα νέα της μέλη να πειθαρχούν σε αξίες αναμφισβήτητες που πρέπει να τις διαφυλάττουν και να τις υπηρετούν. Το κοινωνικό σεντούκι συνυπάρχει με το σεντούκι της οικογένειας.
Αμφότεροι αυτοί οι εγκλεισμοί είναι απαραίτητοι γιατί προσπαθούν να σε διαμορφώσουν προς το καλύτερο. Βέβαια κάποιες οικογένειες δεν είναι επαρκείς για να διαμορφώσουν θετικά τα τέκνα τους. Τότε αναλαμβάνει δράση το σεντούκι των κοινωνικών ιδρυμάτων. Καταθλιπτικό σεντούκι..!
Παράλληλα με την πειθαρχεία πρέπει να διδάσκεται και το ήθος. Επίσης να διαχωρίζεται η πειθαρχία από την υποταγή. Την πειθαρχία την αποδέχεσαι και την επιζητάς. Η υποταγή σου επιβάλλεται, σε υποδουλώνει. Η παιδεία λοιπόν άλλοτε τα καταφέρνει και άλλοτε αποτυγχάνει στους στόχους της. Αυτό εξαρτάται από το ποιος αέρας φυσάει, ποιό ρεύμα επικρατεί κάθε φορά και κατακυριεύει τον κόσμο. Συμπληρωματικά σεντούκια είναι το σεντούκι της παρέας και το σεντούκι του στρατού για τους άνδρες.
Έρχομαι τώρα στα επικίνδυνα. Τέτοιο κρίνεται κάθε σεντούκι που προσπαθεί να σε αλλοτριώσει. Έτσι ώστε να είσαι έτοιμος να δεχθείς εντολές. Το πιο, ίσως, επικίνδυνο σεντούκι είναι αυτό της προπαγάνδας που χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς με κύριο όπλο την εικόνα και την πληροφορία. Αυτό αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο, για την ανάλυση του οποίου θα χρειαστούν πολλές και βαθιές σκέψεις. Γι’ αυτό το αφήνω για αργότερα και εστιάζω στα άλλα.
Ο νέος εκτός από το σχολείο και την οικογένεια αυτοφυλακίζεται και σε δύο άλλους παράλληλους κόσμους: Το κινητό τηλέφωνο και το ίντερνετ (διαδίκτυο). Και τα δύο έχουν σκοπό να σε κάνουν μαζικό άνθρωπο, άνθρωπο που ζει μόνο και μόνο για να υπηρετήσει και να προάγει παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα. Αυτό το καινούργιο σεντούκι της ψηφιακής τεχνολογίας από τη μια προσφέρει θαυμάσιες υπηρεσίες και από την άλλη σε καταστρέφει αλλοτριώνοντάς σε. Παράλληλα σε γεμίζει και με πολύ σαχλαμάρα! Ο άπειρος άνθρωπος δεν μπορεί να αντισταθεί δυναμικά σ’ αυτήν και καταλήγει συνήθως αιχμάλωτος στα δίχτυα της.
Τί σημαίνει αλλοτρίωση; Να σε μεταμορφώσουν σε κάτι άλλο από αυτό που αληθινά είσαι. Γιατί να το κάνουν αυτό; Γιατί έτσι τους βολεύει να σε χειρισθούν όπως εκείνοι θέλουν. Οι αυτοδύναμες και ανεξάρτητες προσωπικότητες δεν κρίνονται κατάλληλες για να προωθήσουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα πολυεθνικών εταιριών, γιατί το ήθος τους δεν τους επιτρέπει να συμμετάσχουν σε σκοτεινές τακτικές και πράξεις που συχνά εφαρμόζονται σε τέτοια περιβάλλοντα.
Ο νέος άνθρωπος, αφού περάσει από όλη την εκπαίδευση και πλουτίσει τα προσόντα του, τότε κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε «σεντουκιασμένο φλώρο». Πότε καταλήγει κανείς έτσι; Όταν εισέλθει σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους, που για να παραμείνει εκεί, πρέπει να δεχθεί τους όρους τους. Συμβαίνει κυρίως στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες που σε θέλουν σκλάβο τους! Ζητούν από εσένα να αποποιηθείς τον παλιό σου εαυτό και να ευθυγραμμισθείς πλήρως με τις επιταγές και το κλίμα που επικρατεί εκεί. Προσπαθούν να σου επιβάλλουν τον μικρόκοσμό τους ως πρώτη προτεραιότητα, ως Θεότητα.
Όσο βρίσκεσαι εκεί το μυαλό σου πρέπει να δουλεύει αποκλειστικά για εκείνους. Και εκτός δουλειάς ακόμα οφείλεις να τηρείς τους κανόνες αυτού του μικρόκοσμου. Γενικά θέλουν να επεμβαίνουν μέσα στη ζωή σου και να την καθορίζουν. Επειδή εκεί δεν επικρατεί κανένα ήθος, τα διάφορα στελέχη αλληλοὕποσκάπτονται και αλληλοσπαράζονται. Εκεί μέσα ο άνθρωπος, προκειμένου να αποκτήσει μια ταυτότητα, να διακριθεί, να εξουσιάσει, γίνεται αδίστακτος.
Η εξουσία ρυθμίζει τα πάντα και γενικά ένα κενό περιβάλλει την ύπαρξή σου. Μετά από χρόνια παραμονής εκεί, έχεις σεντουκιασθεί πλήρως. Έχεις τόσο συνηθίσει την κατάσταση αυτή, που πια τη δέχεσαι ευχάριστα, ακόμα και την αγαπάς. Όπως είπε ο Ιησούς Χριστός «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Ακολουθούν άλλα σεντούκια: Το σεντούκι της τράπεζας, το σεντούκι των πολιτικών κομμάτων, το σεντούκι των αθλητικών ομάδων, το σεντούκι της δημόσιας διοίκησης (Εδώ σεντουκιάζονται κάποια στελέχη της διοίκησης και μαθαίνουν να τυραννούν τους απλούς πολίτες ). Για αυτά ίσως σηκώνει κάποια μελλοντική ανάλυση. Κοινός στόχος όλων αυτών των σεντουκιών είναι να εφαρμόσουν πάνω σου όλη τους την κυριαρχία και, αν τους αντισταθείς, να σε συνθλίψουν!
Σε τέτοιες καταστάσεις ο άνθρωπος δεν μπορεί να περισώσει αισθήματα. Είναι τέτοια η δοκιμασία του, που ακρωτηριάζει όλες του τις άλλες ευαισθησίες. Ας προσέχει λοιπόν κανείς πού επενδύει στη ζωή του!
Στη μουσική σας διαδρομή συναντήσατε ανθρώπους, που έβαλαν τη χαρακτηριστική τους «σφραγίδα» στο πολιτιστικό και καλλιτεχνικό στερέωμα της Ελλάδας. Ποιοι είναι αυτοί και τι κρατάτε από τον καθένα τους ως «φυλαχτό»;
Με λίγους μουσικούς συνεργάστηκα στη ζωή μου μια και κρατήθηκα πάντα ερασιτέχνης μουσικός. Λες και είχα δώσει όρκο αποκλειστικής αφιέρωσης, μια δύναμη μέσα μου δεν μου επέτρεπε άλλες συνεργασίες. Επιζητούσα αφιέρωση, γιατί πίστευα ότι μόνο μέσα από εκεί μπορεί να προκύψει κάτι καλό στην τέχνη. Δεν ήμουνα χειμερινός κολυμβητής, ήμουνα χειμερινός καλόγηρος.
Πίστευα πως κάθε άλλη ενασχόληση έξω από την αρχική ομάδα θα διέσπαζε την ιδέα και θα την αποδυνάμωνε. Το έβλεπα σαν προδοσία, σαν συμβιβασμό. Ομολογώ πως ήμουνα κάπως υπερβολικός. Πίστευα πολύ σ’ αυτό που κάναμε γι’ αυτό και κράτησα μια αυστηρή στάση. Ήμουνα καλοπροαίρετος, όμως η αυστηρότητα δύσκολα συγχωρείται.
Πολλά πήρα από τους συντρόφους του συγκροτήματος. Ήταν όλοι τους πολύ καλοί μουσικοί και συνθέτες. Ο Γιώργος Ταμκατζόγλου, ο Μιχάλης Σιγανίδης, ο Δημήτρης Πολυζωίδης, ο Κώστας Βόμβολος, ο Φλώρος Φλωρίδης. Έχουν αφήσει ο καθένας αξιόλογα έργα που είναι προσφορά της γενιάς τους στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Δύσκολα συναντάς συγκρότημα, που σχεδόν όλα μέλη του είναι συνθέτες. Ο Κώστας Σιδέρης δεν έχει δώσει μέχρι τώρα δείγματα μουσικών συνθέσεων, όμως ζωγραφίζει ωραία και στολίζει με τη φωνή του το σύνολο.
Όταν έτυχε να ηχογραφήσουμε τον πρώτο δίσκο το 1980 και 1981, γνωριστήκαμε και με τον Νίκο Παπάζογλου, που έφυγε νωρίς. Εκτός από τραγουδιστής και συνθέτης, ήταν και ηχολήπτης. Μας πρότεινε να τον βοηθήσουμε σχηματίζοντας μια μικρή ομάδα μαζί του για να προωθήσει τα τραγούδια που τότε είχε ηχογραφήσει. Ο Γιώργος, ο Μιχάλης, εγώ και ο ντραμίστας Ν. Καπηλίδης απαρτίσαμε την μικρή ορχήστρα, που για διάστημα ενός περίπου χρόνου τον συνόδευε στις περιοδείες ανά την Ελλάδα.
Μια σύντομη συνάντηση-συνεργασία είχα και με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ήλθε και με βρήκε προτείνοντάς μου να παίξω μπουζούκι στον δίσκο που ετοίμαζε. Συναντηθήκαμε δυο τρείς φορές στο σπίτι μου για να μου τα δείξει. Μεσολάβησε ένα κενό και μετά χαθήκαμε. Εκτίμησα το υλικό του και τον ίδιο. Ήταν κι’ αυτός αριστερόχειρας στο παίξιμο και ενδιαφερόταν για την οργανοποιία. Με τίμησε αγοράζοντας ένα από τα πρώτα όργανα που είχα κατασκευάσει, μια μπουζουκομάνα, πάνω στην οποία έγραψε ωραία τραγούδια. Και αυτός έκανε τη δικιά του επανάσταση στον χώρο που επέλεξε.
Από τους άλλους μουσικούς που δεν συνάντησα αλλά γνώρισα μέσα από το έργο τους, ξεχωρίζω πολλούς. Στην παρούσα στιγμή θα ήθελα να αποφύγω να αραδιάσω τα ονόματά τους, για να μην αδικήσω κανέναν. Αναφέρομαι σε όλους τους σοβαρούς κυρίως λαϊκούς καλλιτέχνες που έκτισαν την ελληνική μουσική του εικοστού αιώνα βασιζόμενοι στον ντόπιο ήχο. Από αυτούς κρατάω στην καρδιά μου τη διδαχή που μου πρόσφεραν και τον πήχη που μου παρέδωσαν.
Πώς αντιμετωπίζουν οι νέοι του 2023, τη γνήσια ελληνική μουσική; Υπάρχει ελπίδα να υπερισχύσει της αντίστοιχης «εύπεπτης» και προορισμένης κυρίως για μαζική κατανάλωση;
Με σχετική αδιαφορία. Αυτό γιατί η εποχή έχει αμβλύνει τα αισθητήρια και έχει εξαφανίσει τα κριτήρια. Η γνήσια ελληνική μουσική αγγίζει ανθρώπους πλούσιους σε αισθήματα και βαθύτερα σκεπτόμενους. Θέλουν να συγκινηθούν από αυτήν, να ζήσουν καταστάσεις πρωτόγνωρες, να καλλιεργήσουν την ψυχή τους ώστε να είναι έτοιμοι να απολαύσουν το μυστήριό της.
Από τους σημερινούς νέους λίγοι θα στραφούν να την κοιτάξουν. Ίσως λίγοι απ’ αυτούς να σκαλώσουν στη μόδα του ρεμπέτικου. Αλλά και αυτούς κάποιοι πρέπει να τους εκπαιδεύσουν να κοιτάζουν βαθύτερα. Σήμερα έχουν υψωθεί πελώρια εμπόδια που αντιμάχονται την καλή μουσική.
Το πρώτο εμπόδιο που την απομακρύνει είναι ο θόρυβος που εδώ και αρκετά χρόνια εμφανίζεται ως μουσική. Αυτός ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός και δεν αφήνει τίποτε άλλο να ακουσθεί. Εκτός από αυτόν τεράστιες μάζες σκουπιδιών αδειάζουν κάθε μέρα ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Και εδώ εφαρμόζεται η τεχνική του σεντουκιάσματος. Στόχος είναι να σε μάθουν να μην ακούς τη μουσική. Μόνο να την βλέπεις.
Η εικόνα έχει εξαφανίσει την ακρόαση. Όλα τα φόντα τα φανταχτερά και οι απαστράπτουσες φωταψίες έναν στόχο έχουν, να κρύψουν τη γύμνια που πλασάρουν ως μουσική. Επειδή τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια ζούμε ακραία παρακμή σε όλα τα επίπεδα, έχει επικρατήσει η παράνοια να λατρεύεται το άσχημο ως ωραίο. Αυτό μπερδεύει και άλλο τα πράγματα. Και μέσα σ’ αυτό το σαθρό τοπίο ελλοχεύει η Μέδουσα της αποβλάκωσης που νεκρώνει τα νιάτα πετρώνοντάς τα!
Πώς να αντισταθούνε οι καημένες οι νεότερες γενιές σ’ αυτή τη λαίλαπα; Αφού και οι μεγαλύτερες ακόμη γενιές την έχουν αποδεχθεί και την λατρεύουν και την προβάλλουν ως πρότυπο στα παιδιά τους. Ζούμε την εποχή που οι ντόπιοι πολιτισμοί δοκιμάζονται και υποχωρούν μπροστά στην παγκοσμιοποίηση. Η Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια περνάει πολιτιστικό μεσαίωνα. Δεν μπορεί να προσθέσει τίποτε σπουδαίο στον πολιτισμό. Ταυτόχρονα ισλαμοποιείται. Η Αμερική υποφέρει από το χαμηλό επίπεδο του λαού της. Μας στέλνει τα αποφάγια της και εμείς γοητευόμαστε και τα καταβροχθίζουμε.
Παρά το αποκρουστικό τοπίο που κυριαρχεί θέλω να πιστεύω πως κάποιοι νέοι θα επαναστατήσουν εναντίον αυτής της ευτέλειας που επικρατεί. Αυτή η επανάσταση μπορεί να επιτευχθεί με την παραγωγή άξιων έργων που θα ταρακουνήσουν την εποχή και τη γενιά τους. Και οι τότε γενιές θα είναι ασυγχώρητες αν δεν τους προσέξουν και τους αγνοήσουν και τους αφήσουν να περάσουν στο περιθώριο. Θα έχουν υπογράψει την πνευματική τους καταδίκη.
Πώς πιστεύετε ότι θα διαμορφωθεί το σκηνικό στα μουσικά δρώμενα από εδώ και στο εξής;
Δεν μπορώ να ξέρω τί θα γίνει στο μέλλον. Μόνον να εικάσω μπορώ. Όλες οι εποχές έχουν σκαμπανεβάσματα. Αυτό μας διδάσκει η Ιστορία. Καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρώπινης διαδρομής το ανθρώπινο βήμα είναι στιγμές που προχωράει θαρρετά προς τα μπρος και στη συνέχεια κουράζεται και σταματάει. Ακόμα και οπισθοδρομεί.
Αυτή η οπισθοδρόμηση είναι απαραίτητη γιατί προετοιμάζει το επόμενο βήμα προς τα μπρος. Άρα και οι δύο κινήσεις είναι αναγκαίες, και το ξεκίνημα και το σταμάτημα. Το ξεκίνημα ταυτίζεται με την ακμή, το σταμάτημα με την παρακμή.
Δεν μπορούμε να έχουμε αδιάκοπη ακμή μολονότι όλοι θα το θέλαμε. Αυτό υπαγορεύουν η Ιστορία και η Φιλοσοφία. Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι, οι Προσωκρατικοί, το είχαν παρατηρήσει πολύ νωρίς. Πρόσεξαν πως ο κόσμος είναι δομημένος πάνω στις αντιθέσεις. Για να μπορέσει λοιπόν να υπάρξει και να λειτουργεί απρόσκοπτα, πρέπει να εξασφαλισθεί ισορροπία μεταξύ των αντιθέσεων.
Τα αντίθετα ζεύγη λοιπόν που απαρτίζουν τον κόσμο, πολεμούν μεταξύ τους συνεχώς για να κρατηθεί η ισορροπία. Άλλοτε επικρατεί το ένα, άλλοτε επικρατεί το άλλο. Ποτέ μόνο το ένα συνεχώς! Το «κακό» π.χ. αντιπαρατίθεται με το «καλό». Το «ωραίο» με το «άσχημο». Το «δυνατό» με το αδύναμο, κ.ο.κ. Ο νικητής δεν πρέπει να το παρακάνει και να καρπώνεται αυτόν τον ρόλο συνεχώς. Κάποια στιγμή πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στο αντίπαλο δέος. Μια επικρατεί ο ένας και μια ο άλλος. Αν δεν τηρηθεί αυτή η συμφωνία, ο κόσμος καταρρέει.
Για την εξασφάλιση λοιπόν του κόσμου φροντίζει η υπέρτατη δύναμη, η Νομοτέλεια ή αλλιώς Ανάγκη. Αυτή πάντα προσέχει μήπως το ένα μέλος του ζευγαριού αδικήσει το άλλο. Έτσι, αν η ειρήνη επικρατήσει για πολλά χρόνια, πρέπει στη συνέχεια να αποσυρθεί, για να παραχωρήσει τη θέση της στον πόλεμο. Το ίδιο γίνεται σε όλους τους τομείς της ζωής. Άρα λοιπόν και η παρακμή πρέπει κάποια στιγμή να παραχωρήσει τη θέση της στην ακμή, αφού πρώτα μεσουρανήσει για ένα χρονικό διάστημα.
Αν δεχθούμε αυτήν τη σοφή ερμηνεία, τότε από τη μια πρέπει να περιμένουμε πόλεμο (μια και έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια ειρήνης), και μετά να ακολουθήσει ένα μεγάλο διάστημα πολιτιστικής ακμής. Μέσα από εκεί θα πάρει το μερίδιό της και η μουσική.
Μετά λοιπόν την ακραία δοκιμασία που θα περάσουμε, αν επιβιώσουμε, μας περιμένει μια καινούρια θαλερή φάση, μια εκτίναξη προς το ορθό και το ουσιώδες. Και από τον Ελικώνα πασίχαρες οι Μούσες ίσως αναπηδήσουνε πάλι με ορμή!
*Πηγή φωτογραφιών & βίντεο: Προσωπικό αρχείο Ισίδωρου Παπαδάμου
Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.