Φτάνω στην κεντρική πλατεία της Νίκαιας γύρω στις 2 το μεσημέρι. Έχουμε κανονίσει να συναντηθούμε στο κατάστημα που άνοιξε πριν από λίγο καιρό και ήδη έχει γίνει αρκετά δημοφιλές για το αυθεντικό κεμπάπ που σερβίρει, το οποίο κλείνει μέσα του όλη τη γεύση και τη μυρωδιά από την πατρίδα που άφησε πίσω του πριν από οχτώ χρόνια, όταν έφτασε στην Ελλάδα για να σώσει τη ζωή του.
Ο Phillip Safaei από το Ιράν ή αλλιώς Φίλιππος, όπως είναι το όνομά του από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση από μουσουλμάνος να βαπτιστεί Χριστιανός, με υποδέχεται με ένα ζεστό χαμόγελο και μια ευγένεια που σπανίζει κάνοντάς με από τα πρώτα λεπτά να νιώσω ευπρόσδεκτη.
«Το όνομά μου στο Ιράν πριν βαπτιστώ Χριστιανός, ήταν Μαχντί. Τώρα από το 2020 που έχω βαπτιστεί, το όνομά μου είναι Φίλιππος. Όλοι εδώ με φωνάζουν με αυτό το όνομα», μου αποκαλύπτει τονίζοντας τις λέξεις μία προς μία.
Παρ’όλο που είναι Δεκέμβριος, η ημέρα είναι ηλιόλουστη και δεν σου κάνει καρδιά να μείνεις μέσα, οπότε κι εμείς παίρνουμε κατευθείαν θέση σε έναν από τους πάγκους που έχουν στηθεί έξω από το «Kebab Hub» για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας γύρω από την περιπέτεια της ζωής του πριν, τώρα και μετά. Και έχει να πει πολλά, όπως διαπιστώνω με το που αρχίζει την αφήγηση…
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
«Τέλος Νοεμβρίου φέτος έκλεισα οχτώ χρόνια από τότε που ήρθα στην Ελλάδα. Έφτασα εδώ, το Νοέμβριο του 2016. Δεν είχα οικονομικά προβλήματα στο Ιράν αλλά αποφάσισα να φύγω μετά από μια απόφαση που πήρα για αλλαγή θρησκείας. Ήμουν παντρεμένος με μια γυναίκα Ιρανή μουσουλμάνα και εγώ ο ίδιος γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια μουσουλμάνων.
»Δεν άρεσε στην πρώην σύζυγο καθόλου αυτή η απόφασή μου γιατί αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να χωρίσουμε, επειδή είναι νόμος στο Ισλάμ ότι μια γυναίκα μουσουλμάνα δεν μπορεί να παντρευτεί με άνδρα που δεν είναι μουσουλμάνος. Όταν, λοιπόν της ανακοίνωσα ότι θα γίνω χριστιανός, μου είπε κατευθείαν ότι θα σε «καρφώσω» σε όλους.
»Εγώ νόμισα ότι μου έκανε πλάκα, γιατί ήμασταν αρκετά χρόνια μαζί. Όταν, όμως μια μέρα επέστρεφα στο σπίτι από τη δουλειά, είδα κάτι περίεργο. Γύρω-γύρω από το σπίτι ήταν άνθρωποι της Ασφάλειας, οπότε κατάλαβα αμέσως ότι πράγματι το εννοούσε και φώναξε την Αστυνομία για να με συλλάβει. Τότε έκανα μεταβολή και έφυγα. Σύμφωνα με το Ισλάμ όποιος αλλάξει θρησκεία και δεν μετανιώσει, αυτό αυτόματα σημαίνει θάνατος. Θα πρέπει να σε σκοτώσουν…».
Καθώς μου μιλάει, προσπαθώ να μπω στη θέση ενός ανθρώπου, που κινδύνευε στην ίδια του τη χώρα, επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί τα θέλω του και έτσι να θεωρηθεί στόχος προς εξόντωση. Επειδή θέλησε να ασπαστεί κάτι διαφορετικό και αυτό επιβάλλεται να πληρωθεί με θάνατο(!).
Και τον ακούω με κομμένη την ανάσα να περιγράφει πώς κατόρθωσε να γλιτώσει και να έρθει στην Ελλάδα. Αυτό όμως που δεν ήξερε, ήταν ότι κι εδώ τον περίμεναν άλλες κακουχίες μέχρι να μπορέσει επιτέλους να περάσει τα σύνορα, πληρώνοντας 2.500 ευρώ σε διακινητή, που δεν τήρησε το λόγο του. Και αυτά που μου εκμυστηρεύεται στη συνέχεια, είναι τουλάχιστον σοκαριστικά…
«Για περίπου εφτά μήνες έζησα στα κρυφά, έμενα για κάμποσο διάστημα στο σπίτι του πατέρα μου και έψαχνα μαζί με τον αδερφό μου μέχρι να βρω κάποιον για να με βοηθήσει να φύγω παράνομα. Δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να σώσω τη ζωή μου. Αφού δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το διαβατήριό μου, γιατί με καταζητούσαν, έπρεπε να περάσω παράνομα από τα σύνορα, από την Τουρκία.
»Αρχικά ήθελα να πάω στη Γερμανία, γιατί εκεί μένει ένας από τους αδερφούς μου. Με πάρα πολλή δυσκολία έφτασα στην Ελλάδα και με πολύ περπάτημα. Την πρώτη φορά που το επιχείρησα, μας έπιασε η Αστυνομία στον Έβρο και έφαγα αρκετό ξύλο… Για μία εβδομάδα δεν μπορούσα να αναπνεύσω από τις κλωτσιές που είχα φάει στα πλευρά… με άκουσαν ότι ήμουν ο μόνος που μιλούσα αγγλικά, βρήκαν και το κινητό μου και με πέρασαν για διακινητή…
»Μετά μας πέρασαν πίσω από το ποτάμι, γύρισα στην Κωνσταντινούπολη και μετά από δέκα μέρες το προσπάθησα ξανά. Πάλι περπάτημα, γυρίσαμε ξανά πίσω, περάσαμε το ποτάμι, τα σύνορα ήταν γεμάτα από αστυνομικούς, τσακώθηκαν μεταξύ τους και οι διακινητές και μας παράτησαν στη μέση του πουθενά. Είχα πληρώσει 2.500 ευρώ…
»Τρεις νύχτες ήμασταν κάτω από μια γέφυρα χωρίς φαγητό και νερό. Είχε πάρα πολύ κρύο. Μέχρι που μετά από τρεις μέρες καταφέραμε να φτάσουμε κρυφά μέχρι το δρόμο. Πέρασε ένα αμάξι που είχαμε κανονίσει με τους διακινητές, μας έβαλε μέσα, ήμασταν μία ομάδα 5-6 ατόμων, μία γυναίκα και οι υπόλοιποι άνδρες. Πρώτη στάση κάναμε σε ένα μισοφτιαγμένο κτίριο, πεινούσαμε και θέλαμε νερό.
»Από πέντε άτομα μαζεύτηκαν 120 ευρώ και μας έφεραν τρεις κουβάδες γιαούρτι και πέντε-έξι ψωμιά και κρουασάν. Μετά από εκεί μας πήγαν σε ένα χωριό όπου κι εκεί μείναμε τρεις νύχτες ώσπου ήρθε ένα βαν και όταν άνοιξε η πόρτα υπήρχαν μέσα και άλλοι 25 Αφρικανοί. Ήμασταν όλοι νέοι άνθρωποι, όλοι μαζί στριμωγμένοι, ο ένας πάνω στον άλλον.
»Το αμάξι ήταν παλιό και μέχρι τη Θεσσαλονίκη αντί για έξι ώρες, κάναμε οχτώ. Ήμουν κυριολεκτικά κουλουριασμένος για να χωράω. Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και ανοίξαμε την πόρτα, είχα πιαστεί τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να κουνηθώ και να σταθώ στα πόδια μου».
Φρίκη, εξευτελισμός ανθρώπων από άλλους ανθρώπους και ντροπή είναι οι πρώτες λέξεις που μου έρχονται στο νου. Κάπως έτσι πρέπει να προέκυψε το γνωμικό «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος». Χωρίς εισαγωγικά θαρρώ ότι είναι πιο αληθινό. Τα αποδεικνύει η ίδια η πραγματικότητα, όπως συγκλονιστικά την μεταφέρει ο Phillip, μιλώντας πλέον, σε άπταιστα ελληνικά.
«Εκείνη τη νύχτα μείναμε σε ένα καφενείο που ήταν στο σταθμό του τρένου. Έβαλα το μπουφάν μου στο πάτωμα και κοιμήθηκα νιώθοντας ότι ήμουν στο “Χίλτον” μετά από τόση ταλαιπωρία που είχα περάσει. Μείναμε εκεί όλη τη νύχτα και το πρωί μας πήραν εισιτήρια και ήρθαμε με το τρένο στην Αθήνα.
»Περίμενα ότι θα ερχόταν ο διακινητής να με παραλάβει και να φτιάξει τα έγγραφα που χρειάζονταν αλλά εκείνος δεν εμφανίστηκε. Χρειάστηκε να τον πληρώσω ξανά και ήρθε και με πήγε σε ένα σπίτι, μαζί με πολλούς άλλους, όπου πάλι κρυβόμασταν. Μας είχαν τρομοκρατήσει ότι αν μας εντόπιζε η Αστυνομία θα είχαμε πάλι μπλεξίματα. Είναι η τακτική τους αυτή…
»Ο καιρός περνούσε κι εγώ έβλεπα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει κάτι για να μπορέσω να φύγω. Προσπάθησα μόνος μου 2-3 φορές να φύγω για τη Γερμανία αλλά στο αεροδρόμιο με έπιασε η Αστυνομία και με γύρισαν πίσω. Είχα τρελαθεί από όλη αυτήν την κατάσταση, για δύο μήνες δεν είχα τίποτα να κάνω κι εγώ είχα μάθει πάντα στη ζωή μου να δουλεύω και να μην κάθομαι. Δουλεύω από τότε που ήμουν 14 ετών…
Κι όμως, έπρεπε να βρει τον τρόπο και τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του, σε μια ξένη χώρα, χωρίς βοήθεια από πουθενά και να οργανώσει τα πρώτα του βήματα. Το όφειλε στον εαυτό του. Έπρεπε να τα καταφέρει πάση θυσία. Και το έκανε.
«Προσπάθησα μόνος μου να μάθω πληροφορίες για το τι βήματα να ακολουθήσω για να μπορέσω να αρχίσω να στήνω τη ζωή μου εδώ. Δεν υπάρχουν τόσες οργανώσεις για να σε βοηθήσουν να βγάλεις ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κτλ. Τα βρήκα όλα μόνος μου παρ’όλο που δεν μιλούσα ακόμη ελληνικά.
»Ψάχνοντας, βρήκα την «Caritas» (Σωματείο Μη Κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αναγνωρισμένο από το κράτος, με ενεργό δράση σε περισσότερες από 165 χώρες στον κόσμο). Εκεί προσέφεραν και μαθήματα Ελληνικών και σκέφτηκα να ξεκινήσω για να περνάω και το χρόνο μου μέχρι να δω τι θα έκανα.
»Ξεκίνησα να μαθαίνω τη γλώσσα, μετά βρήκα δουλειά σε οικοδομή, όπου δούλευα περίπου 12 ώρες την ημέρα, 4 ώρες ασφάλεια, 4 ώρες μαύρα και τα υπόλοιπα… δώρα από εμένα στο αφεντικό… Ήταν μια πολύ μεγάλη αλλαγή, γιατί στο Ιράν έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό. Είχα ανοίξει το δικό μου ασφαλιστικό γραφείο, το οποίο το λειτουργούσα τέσσερα χρόνια. Τώρα, όμως τα πάντα είχαν πια αλλάξει και έτσι έπρεπε να προσαρμοστώ για να επιβιώσω.
»Έτσι, μετά την οικοδομή εργάστηκα στην εστίαση ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων, έπρεπε να τα κάνω όλα μόνος μου. Να καθαρίζω, να προσέχω το χώρο, να μεταφέρω πράγματα στην αποθήκη, να φροντίζω την κάβα. Πολλές ώρες δουλειάς. Υπήρχαν μέρες που είχα δουλέψει 24 ώρες, με τον ίδιο μισθό…
Πολλές ώρες δουλειάς και κούραση. Κι όμως, τον κρατούσε ζωντανό το όνειρο να βρει ένα σπίτι για να στεγάσει την ελπίδα του για το αύριο.
»Εκείνη την περίοδο έμενα σε ένα σπίτι στην Αχαρνών, με πολλά άτομα από το Ιράν και το Αφγανιστάν και έπρεπε να πληρώνω πέντε ευρώ τη νύχτα. Όλοι μας περιμέναμε να φύγουμε. Ήμασταν σε ένα κρύο δωμάτιο χωρίς θέρμανση, δέκα άτομα, όλοι μαζί και ο μοναδικός που ξεκίνησε να δουλεύει, ήμουν εγώ. Έπαιζαν όλη τη νύχτα χαρτιά, έκαναν φασαρία και για να μπορώ να κοιμάμαι, αναγκάστηκα να πίνω κάθε βράδυ πολύ αλκοόλ για να πέφτω ξερός και να μην ακούω τη φασαρία. Έτσι πέρασαν 2-3 μήνες. Πέρασα πολύ δύσκολες μέρες εκεί…
»Όταν είδα, λοιπόν ότι είχα λίγα έσοδα το μήνα και επειδή είχα κουραστεί και πάρα πολύ, ξεκίνησα να ψάχνω για να βρω ένα σπίτι και να μείνω μόνος μου. Επιτέλους βρήκα ένα υπόγειο στην Καλλιθέα, 42 τ.μ. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το σπίτι και πάνω απ’όλα η κουζίνα. Ήταν μια μικρή κουζίνα με ένα παράθυρο προς το δρόμο.
»Μαγείρευα κάθε μέρα. Έβαζα τη μουσική μου, το ποτό μου και μαγείρευα. Η μυρωδιά έφτανε μέχρι έξω και έρχονταν άνθρωποι από τη γειτονιά για να δουν από περιέργεια τι έφτιαχνα! Ήταν όλοι φιλικοί μαζί μου και μου φέρθηκαν πολύ καλά. Η μαγειρική μου άρεσε πάντα αλλά ιδίως εκείνη την περίοδο ήταν για εμένα σαν ένα ηρεμιστικό φάρμακο. Έμαθα να μαγειρεύω μόνος μου, δεν έχω πάει σε κάποια σχολή.
Μέσα όμως σε αυτό το κλίμα χαράς και ενώ είχε αρχίσει να νιώθει τη ζωή να του χαμογελά, είχε ακόμη μέσα του μια σκέψη που τον βασάνιζε. Μια εκκρεμότητα που θα του εξασφάλιζε και επίσημα τη διαμονή στη νέα του πατρίδα, την Ελλάδα. Το άσυλο, προκειμένου να περπατάει στο δρόμο και να μην κρύβεται…
«Πήρα άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας με την τρίτη προσπάθεια, μετά από τρία χρόνια. Πολλή ταλαιπωρία και έπρεπε να αντιμετωπίσω παρανομίες που έγιναν σε όλη τη διαδικασία μέχρι να τα καταφέρω. Ήμουν για παραπάνω από τρεις μήνες χωρίς χαρτιά, φοβόμουν όταν κυκλοφορούσα στο δρόμο, μήπως με σταματήσουν αστυνομικοί για έλεγχο. Μάλιστα μια φορά έτυχε να με σταματήσει ένας αστυνομικός αλλά ήταν καλός άνθρωπος και με άφησε να φύγω και έτσι γλίτωσα τη φυλακή.
»Αναγκάστηκα κάποια στιγμή να ζητήσω βοήθεια και από την εκκλησία, γιατί υπήρξε ένα διάστημα που δεν δούλευα και δεν είχα καθόλου χρήματα. Μου είπαν να μου δώσουν χρήματα 90 ευρώ το μήνα, αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω, δεν ήθελα να πληρώνομαι έτσι. Οπότε ξεκίνησα κάνοντας κάποιες δουλειές μέσα στην εκκλησία και μετά με έστειλαν σε ένα γηροκομείο και δούλευα εκεί τρεις ημέρες την εβδομάδα.
»Από εκεί με έστειλαν σε ένα μαγαζί όπου έκανα λάντζα και καθάριζα ψάρια από το μεσημέρι μέχρι αργά τη νύχτα. Θα θυμάμαι τον κύριο Γιάννη, που ήταν το αφεντικό, ο οποίος ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος και μου φέρθηκε καλά, με πλήρωνε το μισθό μου κανονικά και ήταν σωστός. Κάποια στιγμή μαγείρεψα και πιάτα δικά μου και τους άρεσαν πάρα πολύ. Ήθελε να με βάλει τρίτο μάγειρα στην κουζίνα και να με βγάλει από τη λάντζα. Να είναι καλά όπου κι αν είναι».
Ωστόσο, η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνον και την επαγγελματική του πορεία και από την κουζίνα βρέθηκε στη θέση του διερμηνέα. Άλλωστε πάντα η ζωή βοηθάει όσους έχουν μέσα τους σπίθα να τη ζήσουν και έτσι σύντομα έγινε η ανατροπή. Έστω κι αν κράτησε μόνο για λίγα χρόνια.
«Μετά από ένα μήνα, βρήκα μια δουλειά σαν διερμηνέας και όταν του το είπα, ότι θα έπρεπε να φύγω, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Του εξήγησα, όμως ότι έπρεπε να το κάνω, για να προχωρήσω στη ζωή μου, γιατί εν τω μεταξύ είχα ήδη πάρει την απόφαση να παραμείνω τελικά στην Ελλάδα. Κι έτσι το τόλμησα.
»Βοηθούσα ως διερμηνέας άλλους πρόσφυγες που έρχονταν στην Ελλάδα και μιλούσα περσικά και αφγανικά. Μετά από περίπου δύο χρόνια με εμπιστεύτηκαν και έγινα προϊστάμενος της ομάδας των διερμηνέων. Αργότερα δούλεψα ως διερμηνέας στα Γιάννενα και μετά επέστρεψα στην Αθήνα, όπου συνέχισα να εργάζομαι ως διερμηνέας.
»Αργότερα, όταν τέλειωσε το πρόγραμμα, έψαξα να βρω ξανά δουλειά ως διερμηνέας. Έστειλα παντού βιογραφικά αλλά δεν μπόρεσα να βρω κάτι, οπότε έφυγα για τη Σύρο για να εργαστώ σεζόν, σε ένα γκουρμέ εστιατόριο και μετά και σε άλλο ένα. Δύσκολη δουλειά αλλά η μαγειρική μου άρεσε πολύ. Έφτιαχνα πιάτα που άρεσαν πάρα πολύ στους πελάτες και αυτό μου έδινε χαρά.
»Είχα πάντα στο μυαλό μου, όταν επιστρέψω στην Αθήνα, να ξεκινήσω κάτι δικό μου πάνω σε αυτό το αντικείμενο. Ήταν το σχέδιο που είχα μοιραστεί και με τον Μύρωνα, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί, όταν κάποια στιγμή έψαχνα για δουλειά και ξεκίνησα να τον βοηθάω, στο πάρκινγκ που είχε στο Γκάζι. Με εμπιστεύτηκε χωρίς να με γνωρίζει και δούλεψα εκεί ως παρκαδόρος. Με τα χρήματα που έβγαζα εκεί και από την εκκλησία, μπορούσα τσίμα-τσίμα να πληρώνω τους λογαριασμούς και το φαγητό μου.
»Είμαστε φίλοι μέχρι και σήμερα και χαίρεται πολύ για την επιχείρηση που κατάφερα να δημιουργήσω μόνος μου, με τη χρηματοδότηση που έλαβα ως βοήθεια από το “The People’s Trust” (Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός που υποστηρίζει νεοσύστατες και υφιστάμενες μικρές επιχειρήσεις).
Τη στιγμή αυτή νιώθω την ανάγκη να τον ρωτήσω περισσότερα για τον τόπο καταγωγής του, το Ιράν, το οποίο δεν επιτρέπεται πια να επισκεφθεί, αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει τη ζωή του. Κι ας είναι ακόμη εκεί η μητέρα του, η Χαντισέ, η αδερφή και ο ένας αδερφός του.
«Γεννήθηκα στο Isfahan αλλά έχω μεγαλώσει σε μια μικρή πόλη που είναι 25 χιλιόμετρα μακριά από εκεί. Όλη η οικογένειά μου μέναμε εκεί. Είμαστε τέσσερα αδέρφια, ένα κορίτσι και τρία αγόρια. Ο πατέρας μου ονομαζόταν Αλί και ήταν Δήμαρχος σε μια πόλη νότια του Ιράν και η μητέρα μου που λέγεται Χαντισέ, ήταν δασκάλα. Πήγαμε εκεί για ένα χρόνο, μετά τον έστειλαν σε άλλη πόλη. Εκεί, επειδή βοηθούσε τον κόσμο και φρόντιζε για όλους δυστυχώς τον δολοφόνησαν… ήμουν τότε 13 ετών. Είπαν δήθεν ότι τράκαρε με το αμάξι αλλά ήταν σκηνοθετημένο για να τον σκοτώσουν…».
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει και ξάφνου ο χρόνος μοιάζει να γυρνάει εκεί. Σε εκείνη την ημέρα που βάφτηκε με αίμα. Την ημέρα που η ανάμνησή της δεν θα ξεθωριάσει ποτέ κι ας έχουν περάσει χρόνια. Την ημέρα που ο πατέρας του άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο ως θύμα μιας διεφθαρμένης κυβέρνησης, όπως λέει με φωνή που τρέμει. Και εκείνη τη στιγμή βλέπω τα μάτια του να δακρύζουν.
«Η κυβέρνηση στο Ιράν είναι όλοι κλέφτες. Αν θέλει κάποιος να παραμείνει και να δουλεύει καθαρά, θα τον φάνε… έτσι όπως έγινε και με τον πατέρα μου… Θυμάμαι τα πάντα από εκείνον, είχα μια πολύ καλή σχέση μαζί του. Με ζόρισε πάρα πολύ ψυχολογικά το ότι τον έχασα και με αυτόν τον τρόπο… μου πήρε 12 χρόνια για να το πιστέψω…
»Η μητέρα μου ζει ακόμη και είναι στο Ιράν. Πλέον έχει πάρει σύνταξη και μένει εκεί με την αδερφή και τον μεγάλο αδερφό μου. Έχουν κάνει και οι δύο παιδιά και έχουν φτιάξει τη δική τους οικογένεια.
»Δεν μπορώ να ξαναπάω στο Ιράν. Στα ταξιδιωτικά έγγραφά μου γράφει ότι μπορώ να ταξιδεύω παντού εκτός από το Ιράν. Η ζωή μου εκεί είναι σε κίνδυνο. Γι’αυτό κατάφερα να πάρω άσυλο εδώ, στην Ελλάδα. Στη ζωή μου δεν ήθελα ποτέ να είμαι πρόβατο. Και το πληρώνω. Αλλά δεν το μετανιώνω…».
Η Ελλάδα, όπως μου αναφέρει, τον δέχτηκε, τον προστάτεψε, έγινε το σπίτι και η νέα του πατρίδα. Τι ήταν, όμως αυτό που ανέτρεψε την αρχική του απόφαση να μεταβεί στη Γερμανία όπου ζει ο ένας αδερφός του και τελικά να του… κλέψει την καρδιά η Ελλάδα; Στην κυριολεξία αυτό. Του «έκλεψε» την καρδιά μια γυναίκα, που έγινε αργότερα η γυναίκα της ζωής του και μαζί απέκτησαν ένα αγοράκι.
«Αποφάσισα να μείνω τελικά στην Ελλάδα και να μην πάω στη Γερμανία, επειδή γνωρίστηκα με την τωρινή γυναίκα μου. Είναι Ελληνίδα και την λένε Βασιλική. Ήταν η δασκάλα μου στα μαθήματα Ελληνικών που ξεκίνησα, όταν ήρθα εδώ από το Ιράν. Είναι νηπιαγωγός και μαζί έχουμε αποκτήσει και το γιο μας, τον Πάρη, που τώρα είναι περίπου τριών ετών.
»Αγάπησα την Ελλάδα και γιατί μοιάζει σε πολλά με την πατρίδα μου. Στην κουλτούρα, στον κόσμο, στη φύση, στη γλώσσα. Έχει καλούς ανθρώπους αλλά κρίμα για το σύστημα που υπάρχει. Δεν με νοιάζει για ποιο πολιτικό κόμμα πρόκειται, όλοι είναι τα ίδια.
»Έχει τύχει να καταλαβαίνω ότι στο μετρό ή γενικά στην καθημερινότητά μου κάποιοι άνθρωποι με κοιτάζουν περίεργα αλλά δεν με νοιάζει γιατί είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις. Οι περισσότεροι μου φέρονται καλά. Κι εγώ δεν έχω βλάψει ποτέ κανέναν».
Πλέον μοιράζει την καθημερινότητά του ανάμεσα στο κατάστημα κεμπάπ που άνοιξε εκπληρώνοντας έτσι ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του και την οικογένεια που δημιούργησε με αγάπη και ελπίδα για το μέλλον. Η χαρά του δεν κρύβεται και πλέον δεν κρύβεται ούτε εκείνος, αφού είναι και επίσημα πολίτης της χώρας μας.
«Αφού, λοιπόν είχα πάντα το όνειρο να ανοίξω κάτι δικό μου, σκέφτηκα να βάζω στην άκρη λίγα λεφτά κάθε μήνα, προσπαθώντας να ανοίξω μελλοντικά ένα μαγαζί με κοντοσούβλι. Και μετά μου ήρθε η ιδέα με το κεμπάπ, που κατάφερα να ανοίξω εδώ και λίγο καιρό. Πήρα σιγά-σιγά τα απαραίτητα μηχανήματα και ξεκίνησα. Ο κόσμος έρχεται και απολαμβάνει το φαγητό, που φτιάχνω, το οποίο είναι ακριβώς όπως το κεμπάπ στο Ιράν. Με διάφορα μυρωδικά και υλικά που βασίζονται σε δικές μου συνταγές».
Η ώρα είναι πια περασμένη, έχει πια σουρουπώσει και συνειδητοποιώ ότι πέρασε χωρίς να το καταλάβω, ταξιδεύοντας νοερά στο Ιράν και ακολουθώντας τον Φίλιππο σε όλη αυτήν την περιπέτεια της ζωής του, που αποδεικνύει περίτρανα ότι κάποιοι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους τόση δύναμη, που ό,τι κι αν τους συμβαίνει, δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται μέχρι τέλους. Και δεν σταματούν ποτέ να κάνουν όνειρα.
Όπως και ο Φίλιππος, που ήδη κάνει κι άλλα σχέδια για το μέλλον, έτσι ώστε να μπορεί πάντα να προσφέρει ό,τι καλύτερο στην οικογένειά του και στο μικρό του γιο. Ταυτόχρονα, όμως έχει κι άλλο ένα όνειρο, το οποίο μοιράζεται μαζί μου, καθώς τον αποχαιρετώ. Ένα όνειρο, που μπορεί να φαίνεται απλό μπροστά στις τόσες σκληρές δοκιμασίες που έχει περάσει, όμως τόσο σημαντικό για εκείνον, ο οποίος προσδοκά να πραγματοποιηθεί, με τον ίδιο ενθουσιασμό που έχει ένα μικρό παιδί, που εύχεται κάτι με όλη του την καρδιά.
«Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τον Νότη Σφακιανάκη από κοντά. Τον θαυμάζω ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο και όλα τα τραγούδια του μιλάνε στην ψυχή μου…».
Μια διαδρομή από το Ιράν στην Ελλάδα. Ένας άνθρωπος που πέρασε διά πυρός και σιδήρου για να σωθεί και να αντικρίσει ξανά τη ζωή κατάματα, δίνοντάς της την υπόσχεση ότι θα βάλει τα δυνατά του για να τα καταφέρει να αναδειχθεί νικητής και να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης της.
Και γι’αυτό κι εκείνη δεν σταματάει να του χαμογελά, κλείνοντάς του συνωμοτικά το μάτι. Σαν να τον διαβεβαιώνει ότι θα καταβάλλει κι εκείνη την ίδια προσπάθεια για να γίνουν πραγματικότητα όλα, μα όλα, τα όνειρά του…
*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Phillip Safaei
Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.