Λένε ότι το πεπρωμένο σου, αυτό που είναι πραγματικά για εσένα, θα σε βρει, όπου κι αν πας. Ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη, εκεί που δεν περίμενες ποτέ ότι οι δρόμοι σας θα διασταυρώνονταν. Επίσης, λένε πως αν ποτέ επισκεφθείς έναν χώρο, με πολύ παλιά πράγματα, ανάμεσα στις σκόνες και στα φθαρμένα αντικείμενα, μπορεί να ανακαλύψεις διαμαντάκια, που ισούνται με έναν ολόκληρο θησαυρό, έστω κι αν είναι ακόμη… ακατέργαστα.

Αλλά, ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή, πηγαίνοντας το χρόνο πίσω, στην ημέρα που η ιδιοκτήτρια ενός παλαιοπωλείου, στο Μοσχάτο, η Άντα Πανά, παρήγγειλε τον καφέ της και της τον έφερε με τη μηχανή ένας νεαρός, ο οποίος πριν φύγει, την ρώτησε, αν μπορούσε να παίξει για λίγο στο παλιό πιάνο, που του τράβηξε το βλέμμα αμέσως μόλις μπήκε στο κατάστημα.
Και την αμέσως επόμενη στιγμή βρέθηκε καθισμένος στο σκαμνί να παίζει τη μελωδία γνωστού γαλλικού τραγουδιού, με την άνεση ενός επαγγελματία πιανίστα, που έχει αφιερώσει ώρες πολλές στο να εξασκείται στο πιάνο μέχρι να αγγίξει την τελειότητα.
Κι όμως, ο νεαρός αυτός, ο Λευτέρης Χαλαμπαρδάκης, φορώντας τη στολή του διανομέα, δεν έχει πάει ποτέ σε ωδείο, δεν έχει μάθει να διαβάζει μουσικές νότες, δεν γνωρίζει από κανόνες και τεχνικές, αλλά έχει καταφέρει να «δαμάσει» τα πλήκτρα, γιατί έχει μέσα του την σπίθα ότι κάπως, κάπου, κάποτε θα τα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό του και ας είναι αυτοδίδακτος.
Και θα τα καταφέρει, γιατί, όπως μου τόνισε η κ.Άντα, όταν της ζήτησα να ανατρέξει με την μνήμη της σε εκείνη την ημέρα, όταν απαθανάτισε σε βίντεο τον Λευτέρη να παίζει στο πιάνο και μετά το ανέβασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας πολλούς άλλους να μιλούν για εκείνον: «Αυτό το παιδί βγάζει πολύ συναίσθημα και ψυχή…».
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Αλήθεια, τι έχει να πει όμως και ο ίδιος για τότε, τον ρωτώ, όταν ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία του και το τι έχει κάνει μέχρι σήμερα, που έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια;
«Η αλήθεια είναι ότι το περιστατικό με την κυρία Άντα ήταν κάτι εντελώς αυθόρμητο. Να φανταστείτε, ότι εγώ δεν ήξερα καν ότι με βιντεοσκοπούσε. Το έμαθα, όταν κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο και πήγαινα έξω στην Καλλιθέα και κάποιοι ντελιβεράδες που οδηγούσανε, μου λέγανε: “Συγχαρητήρια!”. Κι εγώ τότε δεν ήξερα τι έχω κάνει, δεν είχα καμία ιδέα…», απαντάει, μην μπορώντας ούτε ο ίδιος να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί τόσο απρόσμενα και ξαφνικά και έμελλε να του αλλάξει τη ζωή.
Ήταν σαν ένα είδος… ραντεβού, που είχε δώσει με τη μοίρα από το παρελθόν, τότε που ως μαθητής είχε παίξει για πρώτη φορά στο πιάνο, στο γραφείο του Υποδιευθυντή του σχολείου χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς.
«Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν είχα κάποια σχέση με τη μουσική ποτέ πριν, δηλαδή ούτε στο Γυμνάσιο, ούτε στο Λύκειο, που είχαμε μουσική σαν μάθημα. Μόνο σφύριζα κάποια τραγούδια που μου άρεσαν, όπως κάνουν και πολλοί άλλοι άνθρωποι και μέχρι σήμερα όπου βρίσκομαι, σφυρίζω, είτε κάνω κάποια παράδοση, είτε οπουδήποτε αλλού. Επεξεργάζομαι, δηλαδή έτσι τα κομμάτια στο μυαλό μου, με τον δικό μου τρόπο, τα απομνημονεύω και μετά τα αποδίδω στο πιάνο.
»Δεν υπήρχε κάποια έφεση προς τη μουσική, δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος από το σόι μου, ο οποίος να ήταν μουσικός. Υπήρχε μόνο ένα πιάνο, στο γραφείο του Υποδιευθυντή, όταν ήμουν στην Γ’Λυκείου, στο οποίο πήγαινα και έπαιζα μόνο με το δεξί χέρι και πατώντας μόνο τα λευκά πλήκτρα. Τότε ήξερα μόνο ένα κομμάτι της Rihanna και το “Έμεινα εδώ” του Στέλιου Ρόκκου. Μετά όμως το άφησα, γιατί έφυγα και φαντάρος, οπότε ουσιαστικά το ξεκίνησα πάλι πριν από τέσσερα χρόνια», αναφέρει και σπεύδει να μου εξιστορήσει και τη συνέχεια της διαδρομής του.
«Όταν επέστρεψα από το στρατό, είχε ήδη ανοίξει πριν από κάμποσο διάστημα, το Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος” και μου είπαν οι γονείς μου να πάμε μια επίσκεψη για να το δούμε μαζί. Ανεβαίνοντας, λοιπόν, στον 8ο όροφο, υπήρχε πάλι κι εκεί ένα πιάνο. Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόταν κάποιο απέναντί μου, όπως τότε, στο γραφείο του Υποδιευθυντή.
»Έτσι, πήγα στο πιάνο για να παίξω πάλι τη μελωδία μου, το “Έμεινα εδώ” και ανακαλύπτω κάτι που με εντυπωσίασε. Όπως ήμουν όρθιος, λέω στον εαυτό μου: “Ας πατήσω λίγο και το πάνω πλήκτρο, που είναι μαύρο». Εν τω μεταξύ χωρίς να έχω ιδέα πώς λέγονται τα μαύρα πλήκτρα -και ακόμη δεν έχω- το έκανα εντελώς τυχαία 3-4 φορές στη σειρά και έτσι όπως το πάτησα, βγήκε το «Für Elise» του Μπετόβεν(!).
»Και έτσι έπαιξα όλο το τραγούδι μέχρι που είδα έναν σεκιουριτά να έρχεται και λέω από μέσα μου: “Κατάλαβα, θα με διώξει τώρα, γιατί στο πιάνο δεν παίζει όποιος θέλει μάλλον, αν και δεν είχε κάποια κορδέλα απαγορευτική”. Και τότε τον ακούω να μου λέει: “Συζητάνε όλοι όσοι βρίσκονται εδώ τι ωραία μελωδία είναι αυτή που ακούγεται!”. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που άκουσαν. Φυσικά, ούτε κι εγώ ο ίδιος…
Δεν υπάρχουν δυσκολίες και εμπόδια, όταν ένα όνειρο γεννιέται και εσύ θέλεις όσο τίποτε άλλο να το δεις, κάποια στιγμή, να εκπληρώνεται. Ούτε, όταν η εργασία που κάνεις για να εξασφαλίσεις τα προς το ζην, απαιτεί πολύ από το χρόνο και την ενέργειά σου. Κανένας και τίποτα δεν είναι ικανός να σε κάνει να τα παρατήσεις.
«Από εκείνη την ημέρα, κάθε πρωί, 6 η ώρα, που άνοιγε ο “Νιάρχος”, εγώ ήμουν εκεί με το κινητό μου και το μουσικό μου αυτί. Μόνο εγώ και η ψυχή μου, κανείς άλλος δεν υπήρχε εκεί μαζί μου, για να μου δείξει…
»Τότε εργαζόμουν ως ντελιβεράς για 12ωρη βάρδια, τη νύχτα, σχόλαγα στις 6 το πρωί και πήγαινα κατευθείαν στον “Νιάρχο”. Ήταν δίπλα και οι σεκιουριτάδες, που δουλεύουν ακόμα εκεί και με άκουγαν να παίζω, όση ώρα με κρατούσαν οι δυνάμεις μου μετά το ξενύχτι. Αλλά μου άρεσε τόσο πολύ, που μέρα με τη μέρα μάθαινα και ένα καινούριο μουσικό κομμάτι. Είχα βάλει μέσα στο κράνος, ένα ακουστικό, για να ακούω το κάθε κομμάτι που μου άρεσε εκείνη την περίοδο».
Η ζέση, όμως του αυτοδίδακτου αυτού πιανίστα, με τη θέληση και το πείσμα να πετύχει, δεν σταματά εκεί, καθώς είναι αποφασισμένος να μάθει όσα περισσότερα μπορεί γύρω από «ολόκληρο τον κόσμο της μουσικής», όπως χαρακτηριστικά τονίζει.
«Τον πρώτο μήνα που ξεκίνησα, έπαιζα 15-20 κομμάτια. Έβλεπα στο YouTube και άκουγα τη μελωδία και την μάθαινα. Μετά έβλεπα επαγγελματίες πιανίστες στο Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος”, που τους είχα σαν πρότυπα και τους παρακολουθούσα πώς έπαιζαν. Από το πρώτο πλήκτρο που πατούσαν, καταλάβαινα έναν ολόκληρο κόσμο της μουσικής μόνος μου…
»Με τα τραγούδια που παίζω αυτήν τη στιγμή, σίγουρα θα μπορούσα να καλύψω ένα τετράωρο σε μαγαζί, μόνος μου. Ακόμη και μέχρι σήμερα δεν ξέρω ακόμη να διαβάζω νότες. Έχω βρει μόνος μου μια δική μου φιλοσοφία στο πιάνο και μια δική μου τεχνική. Σημασία για εμένα έχει να αγγίζεις την ψυχή του ακροατή.
»Στο μόνο που με έχει βοηθήσει κάποιος, είναι ένας παλιός πιανίστας, που ονομάζεται Χρήστος Μπουρλιάσκος. Μια συμβουλή του, η οποία εμένα με απογείωσε, ήταν όταν μου είπε ότι «κανένας δεν μπορεί να παίξει πιάνο όπως εσύ, ούτε εσύ όπως κάποιος άλλος».
»Ο κάθε πιανίστας έχει το δικό του στυλ, και έτσι δεν υπάρχει λάθος, ο κάθε πιανίστας είναι μοναδικός! Και αυτό μου αναπτέρωσε το ηθικό και από τότε εξελίχθηκα σε απίστευτα γρήγορους ρυθμούς».
Ωστόσο, όσο κι αν αγαπά τη μουσική, δεν έχει αφήσει στιγμή και την εργασία του ως διανομέας, καθώς προς το παρόν, είναι η μοναδική πηγή εσόδων του. Πώς αντιδρά ο κόσμος, που τον αναγνωρίζει μέσα από τα βίντεο που ανεβάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τον ίδιο να παίζει πιάνο;
«Η δουλειά μου έως και σήμερα, υπήρχε πάντα παράλληλα με αυτό που κάνω. Τώρα βέβαια είμαι και οδηγός σε βαν. Κάποιοι με αναγνωρίζουν, όταν τους πηγαίνω παραγγελίες. Ένας πιτσιρικάς μάλιστα, μου είπε ότι επειδή εμπνεύστηκε από εμένα, ξεκίνησε να παίζει κι αυτός ένα κομμάτι μόνος του. Κάθισε στο πιάνο και προσπάθησε να βγάλει σιγά-σιγά ένα κομμάτι μόνος του. Περνάω το μήνυμα, ότι αν κάποιος έχει θέληση και πάθος, όλα γίνονται!
»Εμένα το μυαλό μου είναι στη μουσική. Αυτό είναι το σημαντικότερο για εμένα. Μακάρι να μπορέσω να το εξασκήσω και επαγγελματικά, επειδή πραγματικά το αγαπώ».
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, θέλω να μάθω και κάτι ακόμη. Με ποιους Έλληνες καλλιτέχνες θα χαιρόταν ιδιαίτερα να συνεργαστεί, αν του δοθεί η ευκαιρία μελλοντικά;
«Κάνω μικρά-μικρά βήματα και μέρα με τη μέρα ανοίγουν σιγά-σιγά μικρές πόρτες, είναι όμως τόσο σημαντικές για εμένα και είμαι ευγνώμων για όλα όσα μου συμβαίνουν.
»Είμαι λάτρης της Νατάσας Θεοδωρίδου, του Νίκου Οικονομόπουλου και του Κωνσταντίνου Αργυρού και θα ήθελα να συνεργαστούμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Μακάρι…», αποκρίνεται και χωρίς δεύτερη σκέψη, του παραδίδω τη «σκυτάλη» για να κλείσει ο ίδιος τη συνέντευξη, με το να μοιραστεί κάτι, που θεωρεί ότι αξίζει να τυπωθεί στην ψυχή όποιου την διαβάσει.
«Ο καθένας πρέπει να κυνηγάει το ταλέντο του, όταν το ανακαλύψει. Θέλει σίγουρα πάθος και δύναμη. Με το πάθος μπορείς να κάνεις πολλά. Άμα κάποιος έχει μεγάλο πάθος για κάτι, θεωρώ ότι θα έρθει η στιγμή, που θα τα καταφέρει! Ό,τι κι αν είναι αυτό..!».
*Πηγή φωτογραφιών και βίντεο: Προσωπικό αρχείο Λευτέρη Χαλαμπαρδάκη

Βίκυ Καλοφωτιά
Η Βίκυ Καλοφωτιά είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Προγράμματος Σπουδών Δημοσιογραφίας της Γερμανικής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (Deutsche Journalisten Akademie, DJA) αναγνωρισμένη από την Κρατική Υπηρεσία Εξ’αποστάσεως Εκπαίδευσης (Zentralstelle für Fernunterricht, ZFU). Παράλληλα, είναι Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας του Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών του Ant1, καθώς και του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Επίσης, είναι Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική: Διδακτική-Προγράμματα Σπουδών» του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Έχει εργαστεί σε ποικίλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας αλλά και τοπικής αυτοδιοίκησης υπογράφοντας συνεντεύξεις και άρθρα με έμφαση σε θέματα κοινωνίας στο ελεύθερο και διεθνές ρεπορτάζ. Συγχρόνως υπήρξε και ραδιοφωνική παραγωγός παρουσιάζοντας δικές της εκπομπές με προσκεκλημένους εκπροσώπους του κοινωνικού, ιατρικού, πολιτιστικού και επιχειρηματικού κλάδου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σκοπός της είναι να ταξιδεύουν παντού μέσα από την πένα της και να καταγράφει με την κάμερα, ανθρώπινες ιστορίες, που εμπνέουν και κινητοποιούν. Ταυτόχρονα αναζητά πρωτότυπα θέματα από όλο τον κόσμο επιχειρώντας να δίνει βήμα σε αφανείς -και όχι μόνο- ήρωες της καθημερινότητας.